Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 12 Ιουνίου 2025


Σαν αποχτήσω, βρε παιδιά, εξηκολούθησεν η Νεροφίδα, κ' εγώ καμμιά σκούνα, και γένω καπετάνιος, θα πάρω κ' ένα ρυμούλκι, να με τραβά πάντα. Κ' εγώ ξαπλωμένος θα φουμάρω το τσιμπουκάκι μου.

Ο άνεμος έπνεεν από των Ερημονήσων και η σκούνα προήγε πάντοτε προς τα εμπρός, χρονιάρα νύμφη θαρρείς, και έβγαινεν εις τον κάβο του χορού με μανδήλι μεταξωτό, ασπρογάλαζο μανδήλι, τας γαλανάς νησίδας, τας οποίας, ιδού γελώσας, προσπαθεί να παρασύρη εις τον δρόμον της τον ταχύν, γαλανήν συντροφίαν. Προχωρούσης της ημέρας όμως ο άνεμος εκόπασε. Και τέλος έσβυσεν ολοτελώς. Γαλήνη πλέον.

Άν ποτε εισέπλεε καμμία σκούνα με τους ιστούς της υψηλούς, με τα ιστία κατάλευκα, με την σημαίαν κυματίζουσαν, την εκαμάρωνεν ως του υιού της την σκούνα. — Ας ήρχετο έτσι δα, και ας πέθαινα, Παναγία μου! Έκαμνε τον σταυρόν της. Πρωί και βράδυ εκολλούσεν ένα κεράκι προ της εικόνος του τιμίου Προδρόμου, εν τω όρθρω και τω εσπερινώ. Γιαννάκην έλεγαν τον υιόν της.

Είδες εσύ, μωρέ παιδί μου, μπάρκο μπέστια· γάμπιαις συριακό σκαρί ξυλάρμενο, να θαλασσοδέρνη απόξω από τον Κάβο-Δόρο; Είδες σκούνα κασσώτικη, 28 χιλιαδώνε, συριανό σκαρί, με τα μικρά παρουκέτα μονάχα, να παραδέρνη απόξω από τον Κάβο-Μαλιά τρία ημερόνυκτα; Ο καιρός δεν μας έπαιρνε, θάλασσα-κιαμέτι! Μας έφαγε της γάμπαις ο χιονιάς και μας έσπασε τα τσιμπούκια ο βορειάς.

Ναι! απαντά ο γέρων και ατενίζων εκ του παραθύρου προς τον λιμένα κραυγάζει. — Νά! Νά τηνε! Η σκούνα μου! Νά τηνε! Η σκούνα μου η καλοτάξειδη, η τυχηρή μου σκούνα, όπως ήτανε και τότε, όπως την είχα εγώ! Και εκρότει τας χείρας του από την χαράν του, κρατών συνάμα και το τσιμπούκι του.

Μεγάλη εντοπία σκούνα είχε προσεγγίσει προ τριών ημερών φορτωμένη εις τον λιμένα, περιμένουσα ευνοϊκόν άνεμον διά να αποπλεύση εις το τέρμα του ναύλου της· ο πλοίαρχος, τρίτην ήδη νύκτα, ανεπαύετο ευφραινόμενος κατ' οίκον, πλησίον της συμβίας και των τέκνων· οι σύντροφοι, εντόπιοι όλοι, περιήρχοντο εν κύκλω τα καπηλεία, αποζημιούμενοι εις τρεις νύκτας δι' αναγκαστικήν εγκράτειαν εβδομάδων και μηνών· ο μούτσος, όστις ήτο ξένος, έμενε μόνος φύλαξ του πλοίου, των αρμένων και του φορτίου, και μόνος φύλαξ του μούτσου ο καραβόσκυλος.

Κ' η σκούνα παρέρχεται προ της πόλεως σκιρτώσα, χορεύουσα, εύμορφη, στιλάδο σκαρί, με τα πανιά κάτασπρα, με τα σινιάλα φαιδρά· και αποχαιρετίζει απαντώσα εις τους χαιρετισμούς της νήσου. Τρομπονισμός βοΐζει βαρύς απ' αυτής, ου ο υπόκωφος τρόμπος εν τρόμω κυλίεται επάνω εις την γαλανήν επιφάνειαν της θαλάσσης, ως να μιλή η εύμορφος σκούνα: — Έχετε γεια! Δροσερός φυσά ο μπάτης ο πρωινός.

Βουνά με τα δένδρα των και χωριά με τα σπίτια των όλα έφευγον, ως να τα είχε παρασύρει το ρεύμα του Ελλησπόντου ακατάσχετον. Έτρεχε το ρυμουλκόν ολοταχώς, έτρεχε και η σκούνα μαζί όπισθέν του, καμαρώνουσα, δεμένη, χαίρουσα. Νεόνυμφη που την εχόρευε ο μικρός κουμπάρος της, το ρυμουλκόν με συρματένιο μανδήλι.

Τέλος ανοίγει τον Αράπη. Κι' αμέσως, μωρέ αδέρφια, εστάθηκετα πόδια της η σκούνα. Μέσατην νύχτα καιτην χιονιά ένα πράμα σαν σημαία σαν σάββανο φάνταξε μπροστάτην πλώρη. Ήτανε ο Αράπης. Ο Παπα-Δράκος τον εκαργάρισε, τον εστερέωσε καλά κ' έτρεχαν τα νερά από πάνω του σαν κλάματα, της σκούνας τα κλάματα. Το καράβι ανάσανε αμέσως. Εκεί που ήτανε γονατισμένο, ξαναεσηκώθηκε πάλι.

Μου τα είπεν όλα αυτά, επανελάμβανεν ο πνευματικός, και ότι, εντρεπόμενος τον πατέρα του, ήθελε να επανέλθη με μίαν τουλάχιστον σκούνα, δι' αυτό κ' εβράδυνεν.

Λέξη Της Ημέρας

βουλιάξω

Άλλοι Ψάχνουν