United States or Vietnam ? Vote for the TOP Country of the Week !


Όταν εσταμάτα όπως αναπνεύση, οι ψάλται επανελάμβανον εν χορώ τους τελευταίους στίχους· έπειτα ο Νέρων με μίαν κίνησιν ανέρριψεν επί των ώμων του την τραγικήν ποδήρη εσθήτά του, εχόρδισε μίαν συμφωνίαν και έψαλλεν. Όταν ετελείωσεν ο ύμνος, ήρχισε να αυτοσχεδιάζη, αναζητών μεγάλας μεταφοράς εις την εικόνα την ανελισσομένην ενώπιόν του. Και το πρόσωπόν του ολίγον κατ' ολίγον ήλλαξαν έκφρασιν.

Ο Μιστόκλης, καθεύδων έως τότε, εξηγέρθη αίφνης έντρομος και διηγείτο εις την σύζυγόν του ότι ο Γέρων του Λυκαβηττού φοβερός και απάνθρωπος, με τον βαθύν λευκόν του πώγωνα και τον ποδήρη ρωσσικόν επενδύτην του, ενεφανίσθη πάλιν, και αφού τον εκύτταξε βλοσσυρώς εκραύγασεν: — Όπου φτωχός και η Μοίρα του.

Η καταστροφή της γενεθλίου του πόλεως δεν τον είχε ποσώς συγκινήσει· αλλ' εμεθύσθη εις τοιούτον βαθμόν εκ του πάθους των ιδίων λόγων του, ώστε οι οφθαλμοί του επληρώθησαν δακρύων. Τότε αφήκε την βάρβιτον, ήτις εβόμβησεν εις τους πόδας του, και τυλιχθείς με την ποδήρη εσθήτά του έμεινεν ως απολιθωμένος, όμοιος με μίαν των Νιοβίδων, αι οποίαι εστόλιζον την αυλήν του Παλατινού.

Το πρόσωπον τούτο εφόρει πυκνόν πέπλον, μακρόν και ποδήρη, μεταπλάττοντα ου μόνον την μορφήν, αλλά και το σχήμα του σώματος και το ένδυμα. Ούτε αν ήτο ανήρ η γυνή ηδύνατο να διακρίνη ο Μάχτος. Οποία μετημφιεσμένα όνειρα!

Εισήλθε δε γυνή υψηλή, εύσωμος, φέρουσα τα σημεία του γήρως επί της μορφής. Αλλά το γήρας τούτο ήτο ιλαρόν και εύχαρι. Υπό τον λευκόν κρήδεμνον, όστις εκάλυπτε την κεφαλήν, εφαίνοντο οι πολιοί βόστρυχοι της κόμης, στιλπνοί και οιονεί επάργυροι. Εφόρει δε ποδήρη εσθήτα φαιάν και κιτρινοβαφή. Η Αϊμά την παρετήρησε μετά περιέργειας. Ήτο η πρώτη φορά καθ' ην έβλεπε την γυναίκα ταύτην.

Αμήν! ανεφώνησε πάλιν η γραία. Τέλος ο ιερεύς, με απαστράπτον το ασκητικόν του πρόσωπον, ωσεί αναβαλλόμένος το φως ως ιμάτιον, ασκεπής, με την ολόλευκον κεφαλήν του, και φορών πλέον μόνον το κάτασπρον ολοβρόχινον στιχάριον, Λευίτης της Νέας με τον ποδήρη χιτώνα της Παλαιάς, απονιφθείς τας χείρας εν τω νιπτήρι του Βήματος, ήλθε προς την γραίαν πάλιν και πριν αποσπογγισθή, ερράντισε τρις αυτήν κατά πρόσωπον, επιλέγων το τέλος του άσματος: — Όταν καθίση ο κριτής κρίναι την οικουμένην . . .

Παρθένος μία περικαλλής φέρουσα ποδήρη χιτώνα ως ιερατικόν στιχάριον, σκεπασμένη δε την λυτήν κόμην της με πέπλον φαεινόν και αιγλήεντα, ως αραχνοΰφαντον βασιλικήν καλύπτραν, ιέρεια, θαρρείς, της αρχαιότητος, προέβη προς τας αγίας εικόνας ελαφρά και ταχεία ως άνεμος, χωρίς να πατή εις την γην. Εκεί σταθείσα, έκαμε σχήματα προσκυνήσεως. Ο ιερεύς έμεινεν άναυδος. Ο μπάρμπα-Γιωργός έτρεμεν ως φύλλον.