United States or Tajikistan ? Vote for the TOP Country of the Week !


Ομέρπασα Βριόνη, Μα τώνας είναι του Θεού ο φοβερός προφήτης, Αν έλειπαν τα σίδερααυτό ταγριοπούλι, Θα πίστευα πώς είσαι συ, κατάδικος και φταίστης... Τόσο σε βλέπω ανόρεχτον! .. Εχτέςτη Χαλκομμάτα Δε σου πονούσεν η καρδιά να βλέπης τάλογό σου Κουφάρια να ποδοπατή, 'ς το αίμα να βαλτόνη Και τώρα σαν κ' εμούδιασες! — Βεζήρη, οι αρβανίταις, Εχθρούς δεμένους δε κτυπούν.

Η βοή των αμαξών και ο φοβερός των κάρρων μετά τιναγμάτων συρμός, ως βρονταί εις τα πρωτοβρόχια συνεχείς, εξεκώφαινον την γερόντισσα. — Χαλασμός κόσμου, παιδί μου! επανελάμβανεν άπελπις η γηραιά μήτηρ.

Ο Σταυρής ο καφεπώλης μαθών τα καθέκαστα παρά του καπετάν-Παρμάκη, προ μιας ημέρας επανελθόντος εκ Σκοπέλου, αναγνωρίσας τον κυρ-Δημάκην, αναφωνεί με την σκωπτικήν φωνήν του κ' εισπνέων θορυβωδώς τον αέρα: — Καλώς ώρισες, κυρ-Δημάκη! Καλά ήτανε τ' ακρογιαλά; Ο φοβερός δεκατιστής, χωρίς ν' απαντήση ετάχυνε το βήμα του, συντετριμμένος, οικτρός.

Δεν έλειπον και οι γύφτοι, οίτινες είχον ιδρύσει προχείρως μίαν καλύβην όπισθεν ενός εκάστου των σκαφών. Και με την κάμινον πλήρη ανθράκων, με τους φυσητήρας, με τους άκμονας, με τους ραιστήρας και τας βαρείας σφύρας των, έκοπτον, έκοπτον μεγάλα καρφιά, &τζαβέτταις&. Οποίος φοβερός θόρυβος.

Και τότε μετά την κατακύρωσιν, ατάραχος πλέον ο φοβερός δεκατιστής εμπαινόβγαινεν εις το παντοπωλείον του φίλου του, κινών τον φθόνον του δημογραμματέως, όστις με την πένναν εις χείρας πάντοτε, πολύ προσεπάθει ν' ανακαλύψη το μυστικόν του κυρ-Δημάκη: — Πάλι λάδι ο κυρ-Δμάκης! Αλλά τότε ήρχιζεν άλλη εργασία ομοίως επίπονος, ταραχώδης, επιμελής: — Πουθενά αλλού φέτος λάδια! — Θ' ακριβήνη το λάδι!

Ο Φλεβάρης κατ' εξοχήν εκάθητο εκεί παρακολουθών με βλέμμα πυρώδες τας κινήσεις της χειρός του Μάρτη, έτοιμος να λάβη το προσφερόμενον εις αυτόν ποτήριον. Μόνον οσάκις εσκέπτετο την προσβολήν του Μάρτη, ερρίγει μήπως ο φοβερός εκείνος σύντροφος, ερεθισθείς αίφνης μ' ένα γρονθοκόπημα τον ρίψη ως ασκόν επί του εδάφους και η βραχνή φωνή του διέκοπτε την ηρεμίαν του σπηλαίου.

Αλλά μη βλέποντες άνθρωπόν τινα, και όντες κουρασμένοι κατά πολλά, επειδή ο ήλιος εβασίλευε και επλησίαζεν η νύκτα, τρέμοντες από τον φόβον, και στοχαζόμενοι πού να φύγωμεν, ιδού βλέπομεν εξαίφνης και ανοίγει μία θύρα από ένα κατώγεον, και εβγαίνει έξω ένας γίγαντας μαύρος και φοβερός, όστις είχεν ένα μάτι μόνον στρογγυλόν εις το μέτωπον τόσον κόκκινον, που εφαίνετο ωσάν πέταλον καμμένον εις το καμίνι· τα εμπροσθινά του δόντια ήσαν έως μίαν πιθαμήν μεγάλα και σουβλερά, και έβγαιναν έξω από το στόμα, το οποίον στόμα του ήτον ωσάν το του αλόγου· το κάτω του χείλι εκρέματο έως εις το στήθος· τα αυτιά του ήσαν μεγάλα έως μίαν πήχυν, πλατιά και μαλλιαρά ωσάν του Ελέφαντος και του εσκέπαζαν τες πλάτες· τα νύχια του ήτο ωσάν του αετού και λεονταριού.

Ήτο ο Στρατής, πραγματικός τώρα και φοβερός με το τουφέκι το οποίον εκράτει και διηύθυνε κατά του Μανώλη. Αλλ' η Πηγή, την οποίαν είχαν αφήσει παραλύσαντες οι βραχίονες του Μανώλη, εστάθη προ αυτού. Προς στιγμήν ο Στρατής εταλαντεύθη αν έπρεπε να τους πυροβολήση και τους δύο. Έπειτα εφώναξε προς την αδελφήν του: — Φύγε, μωρή, να μη σε σκοτώσω και σένα!

Μένετε μ' ανοικτούς οφθαλμούς, . . . και ελπίζετε ίσως ότι θα παρέλθη ταχύς ο φοβερός εκείνος μουσικός χείμαρρος προ των παραθύρων σας, και θα μεταβή τέλος περαιτέρω, να εξυπνήση και άλλον άκακον χριστιανόν. Αλλ' οι συμμορίται παραμένουσι και ξελαρυγγίζονται εναμίλλως, τις οίδεν εις τίνος σκληράς μαγειρίσσης την άτεγκτον καρδίαν προσφέροντες τον μουσικόν λιβανωτόν των ακαταπονήτων λαρύγγων των.

Από τη μια ο Βελισάριος έχτιζε τα οχυρώματα, κι από την άλλη τριάντα χιλιάδες διαλεχτοί Πέρσοι μπαίνανε στη Μεσοποταμία . Έπεσαν καταπάνω τους ταυτοκρατορικά στρατέματα, μα τα βρήκε φοβερός χαλασμός. Πάμπολλοι επίσημοι, και δικοί μας κι από τους συμμάχους, Σαρακηνούς κ' Ισαύρους, άλλοι σκοτώθηκαν, άλλοι σκλαβώθηκαν. Έμεινε κ' η Νίσιβη στου εχτρού τα χέρια.