United States or Belarus ? Vote for the TOP Country of the Week !


Έστεκαν λοιπόν αυτοί οι δυστυχισμένοι νυμφίοι πολλά θλιμμένοι, στοχαζόμενοι το τέλος που έμελλε να κάμουν, και απέρασαν εκείνες τες ολίγες ημέρες κλαίοντες και παραπονούμενοι. Εστοχάσθηκαν ως τόσον να εύρουν το μέσον διά να φύγουν, μα δεν εστάθη τρόπος, επειδή και οι φύλακες ήταν πολλά πιστοί, όθεν εδόθηκαν εις την υστερινήν απελπισίαν.

Ύστερα αφού απέρασε πολύς καιρός στοχαζόμενοι είδαμεν που ήτον αδύνατον να σου αντισταθούμεν, και διά τούτο αποφασίσαμεν να παραιτήσωμεν τον θρόνον και να έλθωμεν να ξεδικηθούμεν εσένα, και την βασίλισσαν των Ναϊμάνων, ωσάν πως μας είχατε κάμει την πλέον μεγαλύτερην αδικίαν του κόσμου. Και ιδού ο τρόπος με τον οποίον ηθελήσαμεν να κάμωμεν την εκδίκησιν.

Δεν ημπορώ να σου διηγηθώ την θλίψιν της Τζελίκας, που έλαβεν επάνω εις τέτοιαν είδησιν διά τον μισευμόν σου, που με κανένα τρόπον δεν είχε παρηγορίαν· Και τότε το εμετανόησε, που δεν σου είχε δώσει την είδησιν διά την γνώμην που είχεν· δυστυχισμένη που είμαι εγώ διά παντός εφώναξε· τι με ωφελεί που εθυσίασα το παν διά την αγάπην, τον καιρόν που κάνει χρεία, να παραιτηθώ από τον Ταλμούχ διά πάντα; Τότε εβγήκαμεν από την χώραν διά νυκτός, και επήραμεν την στράταν προς τον Ινδόν ποταμόν, στοχαζόμενοι μήπως και επήρες εκείνην την στράταν, και όπουθεν απερνούσαμεν δεν εκάναμεν άλλο παρά να ερωτούμεν διά λόγου σου.

Ναι ω βασιλέα μου είπε ο Σιήφ Μολτούκ, ευρίσκονται κατά αλήθειαν από ημάς πλέον δυστυχείς, και δεν χρειαζόμεθα ημείς μίαν μεγάλην καρδίαν διά να υποφέρωμεν τες δυστυχίες μας· όσον δι' εμένα θέλω παρηγορηθή που δεν απόλαυσα την Αλγεμάλ· εσείς πρέπει, ακολούθησε χαμογελώντας να λέγη, αμοιβαίως πρέπει να παρηγορηθήτε, που εχάσατε τες αγαπητικές σας αν αυτές ζουν ακόμη, η θεωρία τους δεν θέλει ημπορέσει να έχη πλέον την ισχύν, που είχε πρώτον και διά τούτο ας παρηγορηθούμεν, και ας είμεθα ευχαριστημένοι εις εκείνο που ευρισκόμεθα, και ας υποφέρωμεν με γενναιότητα κάθε βάσανον, που ημπορεί να μας έλθη, στοχαζόμενοι πάντα πως κανείς δεν είναι χωρίς θλίψιν.

Αλλά μη βλέποντες άνθρωπόν τινα, και όντες κουρασμένοι κατά πολλά, επειδή ο ήλιος εβασίλευε και επλησίαζεν η νύκτα, τρέμοντες από τον φόβον, και στοχαζόμενοι πού να φύγωμεν, ιδού βλέπομεν εξαίφνης και ανοίγει μία θύρα από ένα κατώγεον, και εβγαίνει έξω ένας γίγαντας μαύρος και φοβερός, όστις είχεν ένα μάτι μόνον στρογγυλόν εις το μέτωπον τόσον κόκκινον, που εφαίνετο ωσάν πέταλον καμμένον εις το καμίνι· τα εμπροσθινά του δόντια ήσαν έως μίαν πιθαμήν μεγάλα και σουβλερά, και έβγαιναν έξω από το στόμα, το οποίον στόμα του ήτον ωσάν το του αλόγου· το κάτω του χείλι εκρέματο έως εις το στήθος· τα αυτιά του ήσαν μεγάλα έως μίαν πήχυν, πλατιά και μαλλιαρά ωσάν του Ελέφαντος και του εσκέπαζαν τες πλάτες· τα νύχια του ήτο ωσάν του αετού και λεονταριού.