United States or Costa Rica ? Vote for the TOP Country of the Week !


Αυτοί ευθύς αγόρασαν σκλάβους διά να τους δουλεύουν, και άλλα χρειαζόμενα διά το σπήτι, όλα με έξοδα της Δηλαράς, και αφού εβάλθηκαν εις τάξιν δεν εστοχάσθηκαν άλλο παρά να περνούν με ηδονήν, και να χαίρωνται με μεγάλην αγαλλίασιν την ελευθερίαν τους και την αγάπην τους, έως που να εύρουν τον καιρόν αρμόδιον διά να φύγουν.

Έλαχαν τότε κατά τύχην εις το παραθαλάσσιον του νησιού πολλοί εγκάτοικοι· ευθύς που είδαν την Ρεσπίναν, που ευτυχώς εγλύτωσεν από την θάλασσαν και επάτησε την γην το εστοχάσθηκαν ένα θαύμα και την επεριτριγύρισαν εξετάζοντάς την εις το συμβεβηκός της.

Τότες όλοι της συντροφιάς εστοχάσθηκαν ότι θα έβγουν εις αυτό το νησί διά να εβγάλωμεν από τα πηγάδια αν είνε τρόπος μαργαριτάρια· και ούτω συμφώνως εγυρίσαμεν εις αυτό το νησί· και με το να ήμασθεν όλοι συντροφιά εις πολλήν αριθμόν δεν μας έκαμαν φόβον οι τίγρεις, επειδή αρματωθήκαμε με σαΐτες και σπαθιά διά να διώξωμεν αυτά τα θανατηφόρα ζώα.

Εις καιρόν δε που εδούλευα, κάποιοι ευνούχοι που απερνούσαν από σιμά μου με εστοχάσθηκαν, και νομίζοντάς με αληθή κασιδιάρην εγέλασαν λέγοντες· ετούτος είνε καινούριος δούλος του περιβολάρη, ιδέ τι νόστιμος κασιδιάρης που είνε· έπειτα ηκολούθησαν την στράταν τους, και με άφησαν χαρούμενον που δεν έλαβαν καμμίαν υποψίαν δι' εμένα.

Έστεκαν λοιπόν αυτοί οι δυστυχισμένοι νυμφίοι πολλά θλιμμένοι, στοχαζόμενοι το τέλος που έμελλε να κάμουν, και απέρασαν εκείνες τες ολίγες ημέρες κλαίοντες και παραπονούμενοι. Εστοχάσθηκαν ως τόσον να εύρουν το μέσον διά να φύγουν, μα δεν εστάθη τρόπος, επειδή και οι φύλακες ήταν πολλά πιστοί, όθεν εδόθηκαν εις την υστερινήν απελπισίαν.

Ερχομένοι αυτοί εις την οικίαν τους απ' ό,τι εκατάλαβα, εστοχάσθηκαν πως ήτον αδύνατον να μου αντισταθούν, και πως αν δεν ήθελαν κλίνουν με το καλό, έπρεπε να κλίνουν και στανικώς, απεφάσισαν και διά νυκτός έφυγαν από την Δαμασκόν, και επήραν την στράταν της Αιγύπτου.

Την ερχομένην ημέραν εστοχάσθηκαν να υπάγουν εις τον βασιλέα ωσάν ντζοβαϊρτζήδες, και με τούτον τον τρόπον επήραν και οι τρεις από μίαν κασσελοπούλαν, και τες εγέμισαν από τα διαμάντια που είχαν, και ερχόμενοι εις το παλάτι, εζήτησαν διά να ομιλήσουν με τον βασιλέα.

Και φθάνοντες εκεί, βλέπουν μίαν μεγαλωτάτην χώραν πλησίον της πεδιάδος, κτισμένην με θαυμαστά κτίρια· έρχονται προς αυτήν, και προτού να πλησιάσουν εις την πόρταν της χώρας εστοχάσθηκαν να μείνουν εκεί έως να νυκτώση, διατί εντρέπονταν να έμβουν την ημέραν με το να ήταν γυμνοί σχεδόν και τετραχηλισμένοι, και γεμάτοι από κονιορτόν· και ούτως επήγαν και εκάθησαν υποκάτω εις κάποια δενδράκια, που εκεί ευρίσκονταν, διά να καρτερίσουν την νύκτα.