Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 18 Ιουνίου 2025


Τον τήραε ο κόσμος πορφυρωμένο και θάμαζε την αντρίκια του όψη, τη μεγαλόπρεπη και χαριτωμένη κορμοστασιά του, λέγοντας πως έμοιαζε του Τραϊανού, καθώς τον ήξεραν από τις εικόνες του. Πρώτη του έννοια και φροντίδα είτανε φυσικά να γλυτώση τον τόπο από τους Γότθους. Κ' εδώ φάνηκ' αμέσως ο μεγάλος του νους.

Μα το σπίτι δεν έδειχνε καθόλου πως είχε λείψανο. Τα πορτοπαρέθυρά του ήταν ορθάνοιχτα και μπαινόβγαινε ο ήλιος σα χρυσοφορεμένος γαμπρός. Στην αυλή μελισσολόι ο κόσμος· ντόπιοι και ξένοι ανάκατα. Γιατί μέσα στο χωριό και στ' άλλα περίγυρα δεν ήταν άνθρωπος που να μην ήξερε την κυρά Πανώρια. Άλλος απ' ακουή κι άλλος από ιδεί όλοι την ήξεραν κι όλοι τη λάτρευαν.

Κι' όπως λιοντάρι π' απαντάει ατσόπανα κοπάδια, 485 πρόβατα ή γίδια, αιμόδιψο τους ρήχνεται στη μέση, έτσι έπεσε και του Τυδιά ο γιος απάς στους Θράκες ως πούφαγε άντρες δώδεκα, ενώ ο σοφός Δυσσέας, όπιον ζυγώνοντας σιμά μαχαίρωνε ο Διομήδης, πίσω του αφτός τον έπιανε απ' το ποδάρι, κι' όξω 490 τόνε τραβούσε, τι ήθελε τ' ασπροτριχάτα ζώα με δίχως κόπο να διαβούν, κι' όχι κορμιά πατώντας να φοβηθούν· τι από νεκρούς δεν ήξεραν ακόμα.

Τρυφερά τον υποδέχοντο, κι' αν είχε πληγωθή πουθενά τον εγιάτρευαν: γιατί ήξεραν τα βάλσαμα και τα γιάτρια που ανασταίνουν πληγωμένους ομοίους με νεκρούς.

Ναι, δεν βλέπω καλά από το πολύ το κλάμα.» Η Νοέμι όμως τους κοίταζε και τους δυο με κακία και έμοιαζε να διασκεδάζει με το θέαμα. «Ναι, Έστερ! Φοράς γυαλιά επειδή γέρασες πια.» «Κάθισε», είπε και σ΄ εκείνη, χτυπώντας το χέρι της επάνω στον πάγκο, και ο Έφις κάθισε πλάι στη γριά κυρά του πού έτρεμε ολόκληρη από την έκπληξη. Στην αρχή δεν ήξεραν τι να πούνε.

Οι χωριανοί όλοι είχαν το νου τους στο φαγοπότι και στο ζεύκι τους και θαρρείς δεν τους έμελε για τίποτ' άλλο· σαν να μην ήξεραν τι ετοιμαζότανε στο σπίτι. Ένας μονάχα, παλληκάρι είκοσι χρονώ δεν ήθελε να ησυχάση και όσο έπινε τόσο περισσότερο αγρίευε. Είχε μυριστή τα πράγματα κ' έδειχνε μεγαλόφωνα τη δυσαρέσκεια του και το θυμό του.

Όλα ήσαν χαρούμενα και γελαστά μέσα στο μεγάλο περιβόλι και μόνο η ωραία βασίλισσα είχε τον πόνο της, ανάμεσα στην ξένη χαρά, και τα δάκρυά της έσταζαν σαν δροσιά απάνω στα φύλλα των λουλουδιών. Τα δένδρα και τα λουλούδια ήξεραν τον πόνο της. Οι λίμνες και τα ποταμάκια γνώριζαν τον καϋμό της.

Ποιος είχε συμφέρον γι’ αυτό; Κανείς δεν ήξερε. Αυτά τα πράγματα δεν γίνονται ποτέ επακριβώς γνωστά, και εάν κάποιοι τα ήξεραν δεν θα ήταν πλέον σημαντικά και μυστηριώδη. Γεγονός είναι πάντως ότι ο ντον Πρέντου αδυνάτιζε, δεν πρόσβαλε πια τον πλησίον του και τελικά έκανε τη βλακεία ν’ αγοράσει ένα κτήμα χωρίς αξία και μαζί μ’ αυτό και τον υπηρέτη, που του έδινε την ελευθερία του.

Έμεινα εκεί περισσότερο από ένα μήνα, Έφις, καταλαβαίνεις: σαράντα μέρες. Με γιάτρεψαν, προσπάθησαν να με ξαναβάλουν στη δουλεία, αλλά ήταν δύσκολο επειδή όλοι ήξεραν πια την ιστορία μου. Έπειτα κι εγώ ήθελα να φύγω μακριά, πέρα από τη θάλασσα. Το τι τράβηξα όλον εκείνο τον καιρό κανείς δεν μπορεί να το ξέρει.

Τότες όλοι τον ήξεραν και τον θυμούνται ακόμα Τον Κωσταντήτα Γιάννινα, τον πρώτο κυνηγό τους, Οπού κανένα απάτητο δεν άφηκε βουνό τους. Κ' ήταν ένας ωμορφονιός, των κοπελλών η τρέλλα, Χρυσό καμάρι των γονηών, των Τούρκων πάντα φέλα. Τα πρώτα του τα γράμματα τάμαθετον Ψαλλίδα. Τα λόγια του τούταν για την Πατρίδα.

Λέξη Της Ημέρας

συγκατάνευσε

Άλλοι Ψάχνουν