Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 10 Μαΐου 2025
Παντού η κοινή γλώσσα βασιλέβει· δεν τη μιλούνε πάντα αναμεταξύ τους, μα την καταλαβαίνουν όλοι, και με τους ξένους αφτήνα μιλούν, την κοινή, την πανελλήνια γλώσσα, την πανελλήνια δημοτική. Την άκουσα παντού και παντού τη μίλησα και γω· με καταλάβαιναν πολύ καλά και τους καταλάβαινα. Έπρεπε να τους παρακαλέσω, για να μου πουν τα χοντρά.
— Δεν υπάρχει αμφιβολία· είπε ο Μήτρος ο Γλάμης. — Μάλιστα αφού το λέτε σεις το πιστεύουμε· είπε κι ο Θεομίσητος. — Μάλιστα, το λέω γω γιατί είμαι γω· ναι, είμαι Ευμορφόπουλος ! φώναξε δυνατά ο Αριστόδημος. Κ' οι Ευμορφόπουλοι να το ξεύρετε τ' όνειρο και την πράξη τα είχαν ένα· να, έτσι δα, έτσι δα! είπε σφιχτοπλέκοντας τα δάχτυλά του.
— Το σπίτι!... τούτο δω ; — Ναι, τούτο δω· δεν τώχεις και τούτο υποθήκη ; — Δεν ξέρω... δε θυμάμαι· ψιθύρισε αφαιρεμένος ο Αρχαιολόγος. — Το ξέρω γω· το λοιπόν, με τον τόπο που πήρε δεν έπιασε τα λεφτά του. Τι λεφτά να πιάση από μια σάρα; Τώρα σκέφτεται να κατασκέση και το σπίτι. — Για να κοπιάση· σαν του βαστάει ας κοπιάση! είπε κουνώντας το κεφάλι φοβεριστικά και πικρογελώντας.
Ιδέ, της νύκτας έσβυσαν οι λύχνοι ένας ένας, και τώρα ελαφροπατεί πασίχαρη η 'μέρα εις των βουνών ταις κορυφαίς ταις παχνοσκεπασμέναις. Πρέπει να φύγω να σωθώ· αν μείνω θ' αποθάνω. ΙΟΥΛΙΕΤΑ Το 'ξεύρω 'γώ· το φως αυτό ξημέρωμα δεν είναι· είναι μετέωρον λαμπρόν οπού ο ήλιος χύνει, να έχης λαμπαδόχυτην μαζή σου συνοδείαν, και να σου κάμη φωτερόν της Μάντουας τον δρόμον.
— Ξέρω όλους τους αξιωματικούς του Ναυτικού τόσα χρόνια που λες, και θάρχονται σε μένα. — Στην ταβέρνα όμως θάρχονται όλοι οι ναύτες που είναι και περισσότεροι. — Γεια σου. Καλλίτερα για την ταβέρνα. Αυτό λέω και γω· μα σούπα για το ζαχαροπλαστείο, έτσι για να πάρω τη γνώμη σου.
Όταν βγήκα από κει μέσα, ηύρα τον παπά, χωρίς ράσα, και σκαρφάλωνε σ' έναν άλλο πύργο· σκαρφάλωσα και γω· ήταν ψηλός κι από μέσα είχε μαυρισμένους τους τοίχους· φως έπεφτε από το χαλασμένο καμαρωτό ταβάνι· στον τοίχο φαίνουνταν οι τρύπες δυο πατωμάτων και κάτι ντολάπια μικρά, λίγο ψηλότερα απ' το καθένα.
Τον εκύταζε κατάματα και δακρυσμένος γυρίζει και του λέγει: — Συχώρα με τ' αδέρφι· δε φταίω 'γω. Σε γνωρίζω καλήτερό μου. Δε φταίω 'γω· φταίει η τύχη μου. Συλλογίσου καλά να σπάσω και τούτο!... Δεν εκατέβηκε να πλαγιάση παρά όταν εβγήκαμε από τα Μπουγάζια κ' έβαλε γραμμή για την Καληάκρια. Ανοιχτή θάλασσα τόρα ας σκαμπανεβάζει όσο θέλει. Μακριά από ξέρες!
Εν τούτοις έχοντα όπισθεν αυτών την απειλήν και έμπροσθεν την δυστυχίαν, επροχώρουν πάντοτε θραύοντα διά των γυμνών ποδών των τα βρωμερά τέλματα και τρέποντα εις φυγήν σμήνη ελειογενών παρασίτων. . . Αίφνης η Μάρω εστάθη και ητένισε μειδιώσα τον αδελφόν της. — Τι γελάς; ηρώτησεν ούτος, απορών. — Μάντεψε. — Πού ξέρω 'γώ· μάγο μ' έκαμες; — Εγώ το ξέρω. Κ' εναγκαλισθείσα εφίλησεν αυτόν τρυφερώς.
Φίλε του Δία Αχιλλεύ, προστάζεις να λαλήσω Του μακροχτύπη βασιλέ' Απόλλωνα την κάκια; Την λέγω 'γώ· αλλά εσύ υπόσχου κι' όμνεξέ με, Να με βοηθήσης πρόθυμα με λόγια, και με χέρια· Γιατί, νομίζω, βέβαια άνθρωπον θα θυμώσω, 'Πού τους Αργείους ολουνούς μεγαλοβασιλεύει· Και εις αυτόν οι Δαναοί υποταγμένοι είναι. Ότι νικάει ο βασιλεύς, αν 'ς τον μικρόν θυμώση.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν