Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 18 Μαΐου 2025
— «Αχ! αδερφούλη μου, Φώτο! Εγώ σε γύρευα ανάμεσα στους ζωντανούς, και συ βρίσκεσαι ανάμεσα στους πεθαμένους!» Λέγοντας αυτά ξαπλώθηκε ψηλά στο χορταριασμένο μνήμα, κλαίοντας και μύροντας, σα μικρό παιδί. Κανένας δε ζύγωσε να τον παρηγορήση, για μια τέτοια μεγάλη δυστυχία. Έκλαιγαν κι' άλλοι γύρα του σκυμμένοι σε φωτισμένα μνήματα, αλλά καθένας έκλαιγε τον πόνο του.
Ραψωδία Π Και ο Οδυσσέας και ο καλός βοσκός εις την καλύβα φωτιά το χάραμμ' άναψαν, κ' ετοίμαζαν να φάγουν, κ' έστειλαν έξω τους βοσκούς με ταις κοπαίς των χοίρων. και οι σκύλοι 'ς τον Τηλέμαχο, 'που ερχόνταν, εκινούσαν την ουρά και δεν γαύγιζαν και ο θείος Οδυσσέας 5 τους σκύλους τότ' ενόησε 'που την ουρά κινούσαν, και άκουσε και ποδόκτυπο• κ' είπεν ευθύς τον Ευμαίου• «Άσφαλτα κάποιος έρχεται, ω Εύμαιε, σύντροφός σου ή και άλλος γνώριμος, αφού δεν αλυκτούν οι σκύλοι, αλλά του σείουν την ουρά• και πόδι ανθρώπου ακούω». 10 Κ' εφάν' ιδού 'ς τα πρόθυρα ο ποθητός υιός του• 'ξιππάσθηκε ο χοιροβοσκός, σηκώθη και τα σκεύη έρριξε χάμου του λαμπρού κρασιού, 'πού συγκερνούσε. και προς τον κύριον έδραμε, του φίλησε τα δύο μάτια λαμπρά, την κεφαλή, το 'να και τ' άλλο χέρι, 15 κ' έχυσε δάκρυα θερμά• και όπως καλός πατέρας τον υιόν του γλυκασπάζεται, 'πώλειπε δέκα χρόνους εις ξένα μέρη μακρυνά, και του 'καψε τα σπλάγχνα, μόνος, υστερογέννητος• έτσι ο βοσκός ο θείος έκλεισε 'ς ταις αγκάλαις του και κατεφίλησ' όλον 20 τον θεοειδή Τηλέμαχο, τον χάρο ως να 'χε φύγει, και κλαίοντας του ωμίλησε• «Ήλθες, ω γλυκό φως μου, Τηλέμαχε, και να σε ιδώ δεν έλπιζα εγώ πλέον, τα πέλαγ' αφού πέρασες να υπάγης εις την Πύλο. αλλ' έμπα, υιέ μου αγαπητέ, να σε χαρή η ψυχή μου, 25 θωρώντας σε νεόφερτον από τα ξένα μέρη• τι 'ς τον αγρό δεν έρχεσαι συχνά και εις τους ποιμέναις, αλλά 'ς την πόλι κάθεσαι, και αυτό θέλ' η ψυχή σου, την πάγκακη συνάθροισι να βλέπης των μνηστήρων».
Είδα έπειτα τον Ηρακλή, — το φάντασμα του μόνον• εις τα συμπόσια τέρπεται θεών των αθανάτων αυτός, και την καλόφτερνην την Ήβην έχει νύμφην, 'που του Διός εγέννησεν η χρυσοσάνδαλ' Ήρα. ωσάν πετούμενα οι νεκροί τριγύρω του αλαλάζαν 605 και τρομασμένοι εσκόρπιζαν• μαύρος 'σαν μαύρην νύκτα το τόξον είχε αυτός γυμνό, και εις την χορδή το βέλος, και αγριοκυττώντας φαίνονταν πως πάντοτε τοξεύει. τρομακτικός του έζωνε το στήθος τελαμώνας, χρυσός, κ' επάνω θαύματα 'ς αυτόν ήσαν φθειασμένα, 610 αρκούδαις, αγριόχοιροι, φλογόμματα λεοντάρια, πόλεμοι, μάχαις, αίματα, πολλαίς σφαγαίς ανθρώπων. ας παύση να φιλοτεχνή κατόπιν ο τεχνίτης, 'που εφεύρηκε 'ς την τέχνη του παρόμοιον τελαμώνα. ότι μ' αντίκρυσεν αυτός, μ' εγνώρισεν αμέσως, 615 και κλαίοντας μου ωμίλησε με λόγια πτερωμένα• «Λαερτιάδη διογενή, πολύτεχνε Οδυσσέα, σέρνεις, α! δύστυχε, και συ διεστραμμένην μοίρα, 'σαν κείνην 'πώφερνα κ' εγώ 'ς τον Ήλιον αποκάτω. ναι, του Κρονίδ' ήμουν υιός, αλλ' είχ' άπειρα πάθη, 620 ότ' ήμουν δούλος 'ς άνθρωπον πολύ κατώτερόν μου. κ' εκείνος μ' επιφόρτιζε πολύ βαρείς αγώναις• και μια φορά 'δω μ' έστειλε τον σκύλο να του φέρω, ότι άλλον δεν εφεύρισκε για με σκληρόν αγώνα• και το θεριόν αναίβασα του Άδη από τα βάθη, 625 όπως μ' ωδήγησεν ο Ερμής και η γλαυκομμάτ' Αθήνη».
Οπόταν η Ζεμπρούδα ήλθεν εις τον χοντζερέ της, βλέποντας το αηδόνι ψόφιο, έβγαλε μίαν φωνήν τόσον δυνατήν, που έτρεξαν όλες οι δούλες της. Κυρά, της είπαν, τι έπαθες; σου εσυνέβη κανένα εναντίον; α πιστές δούλες μου, εγώ είμαι απελπισμένη, τους απεκρίθη κλαίοντας πικρώς· το πτωχόν αηδόνι μου, το αγαπημένον μου αηδόνι εψόφησεν.
Μη με παίρνεις διά μίαν αστόχαστην, σε παρακαλώ, απεκρίθη εκείνη, και θέλεις να με περιπαίξης, δίδοντάς μου να καταλάβω να μου το αναστήσης. Εγώ τα λόγια σου δεν τα πιστεύω, και άφησε παρακαλώ διά να ξεθυμάνω κλαίοντάς το. Μη γένοιτο, μη γένοιτο, Βασίλισσά μου, της απεκρίθη αυτός, πως σου το λέγω διά κανένα τέλος και διά να πιστεύσης, ιδού που θέλω σε κάμει να ιδής την δοκιμήν.
Και πώς; είπεν η Δηλαρά, θέλεις εσύ να φυλάξης αυτόν τον τυραννικόν όρκον; ήξευρες εσύ, οπόταν τον έκαμες, πως ήμουν εγώ εκείνη που έταξες διά να τον φυλάξης, και περιπλέον στοχάζεσαι ότι η Δηλαρά να μην αχρήζη περισσότερον από μίαν επιορκίαν; α, Κουλούφ, ακολούθησεν αυτή κλαίοντας, εσύ δεν με αγαπάς, και διά τούτο θέλεις να με χωρίσης.
Πιάνει και κλαίει και λιγάν τα πόδια της και λιγοθυμάει. Και πιάνει και παίρνει αλέφκαντο το πανί, και κρύβει στον κόρφο της τη φλογέρα. Γέρνει μάτα στο χωριό. Γέρνει στο χωριό και πάει στο ρημάδι της. Πάει στο σπιτικό της κι ανοίγει, κλαίοντας την πόρτα. Τηράει, και τι να ιδή! Τον Αργύρη της μέσα.... — Χάι! Ψαρή μ' περπάτα· χάι! οκνιάρη, ντέεεε!...
Μπαίνει τρέμοντας από τη συγκίνηση, η καρδιά του χτυπά, η φωνή του πιάνεται· θέλει ν' ανοίξη τους μπερντέδες του κρεββατιού, ζητά να φέρουνε φως. Μη για το Θεό, λέγει η υπηρέτρια, το φως θα τη σκοτώση! Και ξαφνικά κλείνει τους μπερντέδες. — Αγαπημένη μου Κυνεγόνδη, λέγει ο Αγαθούλης κλαίοντας, πώς είστε; Αν δε μπορείτε να με ιδήτε, μιλήστε μου τουλάχιστο. Δε μπορεί να μιλήση, λέγει η υπηρέτρια.
Είπε, κ' η Ευρύκλεια θρήνησεν, η αγαπητή βυζάστρα, και κλαίοντας του μίλησε με λόγια πτερωμένα•
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν