Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 3 Ιουλίου 2025
Μαννούλα, μαννούλα, τι μεγάλος καημός που μας ήρθε! Ποιος τόλεγε, τότες που με φεγγαροχτένιζες και μιλούσαμε για χαρές, πως οι χαρές αυτές είταν πίκρες που ταίρι δεν έχουν. Κωστ. Αρετούλα μου, λυπήσου, καημένη, τη μάννα μας, λυπήσου ταδέρφια σου που είμαστε και μεις αίμα της. Για το δικό σου καλό γίνετ' αυτό το μαρτύριο. Πολλές αυγές δε θα φέξουν και θα κάθεσαι βασίλισσα μες σταρχοντικό σου.
— Ωχ, λυπήσου με! είπε φρικιών υπό το βλέμμα του ζωεμπόρου· σώνει πια, λυπήσου με!. . — Τι θέλεις; ηρώτησεν ούτος, νομίσας ότι ο άρρωστος παρεμίλει εκ του πυρετού. — Σώσε με, λύσε με από τον αφορεσμό!. . . Τα χρήματά σου, εγώ τα βρήκα τα χρήματά σου. . . — Εσύ 'σαι ο Νουλάς! — Εγώ — ναί. Και ο Δημήτρης διηγήθη εις τον ζωέμπορον πώς έτυχε ν' ανεύρη τα χρήματά του και πώς τα διέθεσε.
Τα τρία κεράκια Είχαν περάσει είκοσι μέρες απ’ τη γέννηση της Κούκλας. Βεργινία ! φώναξε μέσα στο χώμα, Βεργινία ! λυπήσου με, μη μου πάρης το παιδί μου!. . . Βεργινία, εγώ δεν το θέλησα για να πεθάνης! παρ' τον ήσκιο σου αποπάνω μου! Λυπήσου μοναχά το Νίκο που τον αγαπούσες, γιατί θαρρωστήση. Μη μας πάρης το παιδί μας!. . . Θα του βγάλω τόνομά σου γιατί σου μοιάζει. . αχ, γιατί μου τόκαμες αυτό!
— Άη-Νικόλα, λυπήσου με! αναστέναξε. Μέσα στο βύθος της είδε τότε τον Άγιο με την άσπρη γενειάδα. Ζύγωσε στο σοφά πονετικός, σήκωσε το χλωμό χέρι του και της έβαλε τα δάχτυλα απάνω στα μάτια. Μια γλύκα παράξενη χύθηκε σ' όλο της το κορμί. Αποκοιμήθηκε. Η Σκρόφα, η ξελογιάστρα, γελούσε ακόμα, γελούσε ολοένα. Μα δεν την άκουσε πια, ούτε τώρα, ούτε ύστερα.
Όχι, τίποτα δε θα πω. ΚΛΕΟΝΤ Σου το ζητώ για χάρι. ΛΟΥΚΙΛΗ Όχι, σου είπα. ΚΟΒΙΕΛ Λυπήσου με. ΝΙΚΟΛΕΤΑ Τίποτα. ΚΛΕΟΝΤ Σε παρακαλώ. ΛΟΥΚΙΛΗ Άφησέ με. ΚΟΒΙΕΛ. Σ' εξορκίζω. ΝΙΚΟΛΕΤΑ Τράβ' από 'δω. ΚΛΕΟΝΤ Λουκίλη! ΚΟΒΙΕΛ Νικολέτα! ΝΙΚΟΛΕΤΑ Τίποτα! ΚΛΕΟΝΤ Για το Θεό. ΛΟΥΚΙΛΗ Δε θέλω. ΚΟΒΙΕΛ Λέγε μου. ΝΙΚΟΛΕΤΑ Καθόλου. ΚΛΕΟΝΤ Διώξε την αμφιβολία μου. ΛΟΥΚΙΛΗ Όχι δε θα κάνω τίποτα.
Αλλ' όταν ήκουσε τας φωνάς: «Προ Κρίστο!» όταν είδε την βάσανον απειραρίθμων θυμάτων, άτινα θνήσκοντα ωμολόγουν την πίστιν και εδόξαζον τον Θεόν, κατενόησεν ότι ήτο αμάρτημα και να ζητή τις χάριν! Εν τοσούτω παρεκάλει ακόμη, προσηύχετο με τα χείλη στεγνά: »Χριστέ! Χριστέ! λυπήσου την και ο Απόστολός σου δέεται δι' εκείνην! » Έπειτα έχασε τας αισθήσεις του και ελησμόνησε πού ευρίσκετο.
Την εύρηκε που διάζονταν μεταξωτά διασίδια, Μες στη πλατειά της την αυλή, τη μαρμαροστρωμένη, Κι’ έπεσε στα ποδάρια της και με καημό της λέγει: —Λυπήσου, Μάρω μια ψυχή, που καίγεται για σένα! Λυπήσου με το δύστυχο, τον ποθοπλανταγμένο, Και δος μου την αγάπη σου και δος μου την καρδιά σου. Να μη με φάη παράκαιρα της γης το μαύρο χώμα. Λυπήσου και τη μάννα μου, που άλλο παιδί δεν έχει.
Ορέστη, αδελφέ μου, είσαι πολύ μικρός ώστε να βοηθήσης την αγαπητήν σου αδελφήν, αλλά κλαύσε και συ και παρακάλεσε τον πατέρα μας να μη θανατώση την αδελφήν σου. Τας συμφοράς αισθάνονται κάπως και τα νήπια. Ιδού, πατέρα μου, και αυτός ακόμη ο Ορέστης σε ικετεύει έστω και σιωπών. Λυπήσου με και φείσθητι της ζωής μου.
Άνοιξε να φέξη πάλι ο κόσμος, ναναστηθή η ψυχή μου. Λυπήσου με, Αρετούλα, και χάνουμαι. Σαν το κερί τη λυώνεις τη νιότη μου, αυτή τη νιότη που πλάστηκε για τα σένα. Μην το πης πως είμαι της φτώχειας αγώρι, γεια μόνο νάχουν αυτά τα χέρια, που μπορούν παλάτι να χτίσουν και να κάθεσαι μέσα μυριοκαμάρωτη. Αχ, του κάκου! Κατεβαίνει το σκοτάδι στη γης και τη σαβανώνει.
Συ όμως όποια κι' αν είσαι μάθε το. Μοιάζεις πολύ μ' εκείνην, έχεις το ίδιο ανάστημα και την μορφή την ίδια της άμοιρης Αλκήστιδος. Αλλοίμονο, λυπήσου και πάρτην απ' τα μάτια μου να μην την βλέπω, εμπρός μου. Είν' αρκετή η οδύνη μου, μη μου προσθέτεις κι' άλλην. την βλέπω και μου φαίνεται πως βλέπω την δική μου, και μου ραγίζεται η καρδιά και τρέχουνε τα μάτια ποτάμι. Ω τι άτυχος που είμαι!
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν