Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 18 Ιουνίου 2025


Μα και το δικό σου είν' άγριο. — Ποιος σου το είπε; Δεν το βλέπεις τι ήμερα που περπατάει; — Ναι, μα 'κει που ξαφνίστηκε, με την καμπάνα... στο μοναστήρι κάτου; — Μα εκεί ξαφνίστηκε. — Καϋμένε, τώρα σε συλλογίζομαι τι θα πάθαινες αν σ' έσερνε μαζή του σ' εκείνον τον κατήφορο. — Δε θα χτύπαγα, ήταν χορτάρια. Κ' εγέλασα. Εχαμογέλασε κι αυτή.

Όπου σέβαλε ο Θεός να δουλεύης, δούλευε. Σου γυρεύει κανένας ψωμί; δίνε του δουλειά κι αυτουνού. Αυτό θα πη ψυχικό. Τάλλα τα ψυχικά είναι για τους σακάτηδες. Οι πιώτεροι στον κόσμο είναι γεροί, και θέλουνε δουλειά, να μην τους σύρη η ακαμωσιά στον κατήφορο, και τότες τρέχα γύρευέ τους, Λεφτέρη μου». Σηκώθηκε ο πάτερ Άγιος, που ναγιάση το στόμα του.

Από τη στιγμή όμως που πήγε και βρήκε το χτήμα του έρημο, γύρω τριγύρω μήτε ψυχή, κι ως τόσο ο κόσμος γεμάτος ζωή κι ομορφιά, γεμάτος χίλια δυο μάγια που η φύση τα στένει να ξυπνήση τη νιότη και να της θυμίση πως την κρατάει αιώνια της σκλάβα, κάτι σαν τρέλλα τον άδραξε τον Πανάγο και τον κατρακύλησε τον κατήφορο. Το γνώριζε πως άλλη μαζώχτρα δεν έμνησκε τώρα παρά την Ασήμω.

Να ζη κανείς ή να μη ζη; ο Σαίξπηρ ερωτά· λοιπόν to be or not to be; κι' εγώ τον ερωτώ· δεν μου αρέσει τίποτε κι' από τα δυο αυτά, κακό ψυχρό μου φαίνεται κι' εκείνο και αυτό. Μα η φιλοσοφία μου κατήφορο επήρε και . . . γαίαν έχεις ελαφράν, συνάδελφε Σαιξπήρε Ω! Φάληρο μου χαριτωμένο, και συ πώς ήσουν εις άλλα χρόνια 'φτηνό ακόμη και ξεπεσμένο, χωρίς πλουσίους, χωρίς σαλόνια.

Τη βάλανε στη μέση, το γυναικομάνι πούχε μαζευτή, και την πήγανε με σούσσουρο τον κατήφορο κι αυτή τους τάλεγε πια χωρίς πνοή, με τα χέρια, με το κεφάλι το ξετσουλουφιασμένο, μ’ ό,τι της είχε απομείνει. . . Πήρε κ' η θεια Ελέγκω, τρέμοντας σύσσωμη απ’ τη χολή που την έπνιγε, τη φοβισμένη Λιόλια με το μπογαλάκι της απ’ το χέρι και κλείδωσε την κάμαρη και το κλειδί τόδωσε της πονόψυχης της Κερά Γιώργαινας να το δώση του Νίκου άμα που θαρθή!. . . Σε λίγο ήρθε ο Νίκος, συντροφεμένος.

Αυτός δα σε βαστάει στα χέρια όλη η Γαργαρέττα έχει να το κάνη. . . Κάπου θα μπλέχτηκαν ! Οχτώ η ώρα ! . . . Αμ νισάφι πιά ! Απ’ τις τρεις την είδα να πηγαίνη τον κατήφορο . . . Τώρα νύχτωσε. . ο κόσμος όλος είναι στα σπίτια τους. Κι αυτοί που είναι για τους χορούς ή για να πάνε μασκαράδες στα ξένα σπίτια, γυρίζουνε σπιτάκι τους να ετοιμαστούνε, να τσιμπήσουν κάτι.

Μα και μέρα βγαίνει και τότε κανείς δεν τονέ βλέπει, γιατ' είναι ντυμένος με του ήλιου τις αχτίδες και πιο φεγγερός από τον ήλιο. . .! Και πιο πέρα πιάνουν κάμποι κι άλλοι λόφοι, που πρασινίζουν απ' το Γεννάρη, πλατιά ξαπλωμένοι· κι ανεβαίνουν αγάλια-αγάλια όλοι μαζί αψηλά και με τον άσπρο δρόμο του Φαλήρου αντάμα, σα να τον πιάνουν απ’ το χέρι να τονέ σηκώσουν, ίσαμε το σπιτάκι· κ’ έπειτα τρέχουν πάλι όλοι μαζί τον κατήφορο ως πέρα στη θάλασσα.

Την τρίτη φορά δε γλυκογεράνιζε η νεροσυρμή. Δεν έπεφταν κάτασπροι οι αφροί, χιονάτοι σαν πρώτα. Εξέρναε αίμα η σπηλιά. Εροδοκοκίνιζαν βαμένοι στο αίμα οι αφροί. Έπεφταν ρόδινοι κ' έπεφταν φλωμάτοι. Κοντοζύγωσε με δίψα η αγελάδα να πιη. Είδε ματωμένον τον ίσκιο της στην νεροσυρμή. Ελαχτάρισε κ' έφυγε. Αντήχησε βαθύ το παραπονετικό μουκάνημά της στην ακροποταμιά τον κατήφορο.

Εσένα συλλογιούμαι σ' όλο μου το ταξίδι. Στη Σύρα, που περπατούσα με το φεγγάρι, εσένα είχα στο νου μου, και θαρρούσα πως δεν έβλεπα ζωή πουθενά και πως σέρνουμουν και γω σ' έναν κόσμο πεθαμμένο. Άξαφνα κατέβαινα στο γιαλό, μήτε τον κατήφορο φοβούμουνα μήτε το σκοτάδι μήτε τους βράχους. Με θωρούσαν και κρυφολαλούσαν. Ποιος είναι τούτος ο τρελλός; -Όχι! δεν είμαι τρελλός.

Είχανε ξεκαρδιστή όλοι από τα γέλια. Βαστούσαν τα σηκότια τους. Μονάχα ο Κυρ-Νικολάκης έκλαιγε, έκλαιγε πικρά. Πρώτη φορά τον είχανε ιδεί να κλαίη έτσι. Τον έπνιγε το άδικο. Έτσι από κλώτσου, κι' από μπάτσου, πήρε τον κατήφορο. Τα παιδιά τρέχανε από πίσω του με τα γιούχα και τον κυνηγούσαν. Τράβηξε κατά τα μάτια του, χάθηκε. Κανένας δεν τον είδε.

Λέξη Της Ημέρας

στριφογυρισμένα

Άλλοι Ψάχνουν