United States or Guadeloupe ? Vote for the TOP Country of the Week !


Και κάθε μοιρολόγι, Οπού για σένα κλαίμ' εμείς, τα έρμα τα παιδιά σου, Μέσ' 'ς την καρδιά τους σάρακας να γίνη να τους τρώγη! Αχ! πότε, μάνα μας γλυκειά, την τρυφερή αγκαλιά σου Ασπροντυμένη, ελεύθερη, μάνα, 'ς εμάς θ' ανοίξης, Να μας φιλήση ελεύθερο το ολόγλυκό σου στόμα, Κ' ελεύθερη την ώμορφη θωριά σου να μας δείξης!.. Πότε θα ιδούμε ανθόστρωτο το ιερό σου χώμα!

Καθώς κατέβαινε, λέει, στο γιαλό, ασπροντυμένη, την πήρε για νεράιδα και σκιάχτηκε. Δεν περπατούσε, λέει. Του φάνηκε πως περνούσε σιγαλά απάνω στον αέρα, σα φάντασμα. Και την άφησε και πνίγηκε για το σπολλάτη, για τα καλά που είδε. Να όψεται. Είχαν όλοι κατεβασμένα τα μούτρα. Τέτοια συφορά είχε καιρό νακουστή στο νησί. — Η δουλειά σου σένα δεν ήτανε να φέρης τα μαντάτα, είπε ο παπάς.

Μοναχά το βράδυ βράδυ, Σίντα βασιλεύει ο ήλιος, σίντα ανάβονται τ' αστέρια, Απ' του Κάστρου τα βουλίδια κι' από τα χαλάσματα Λεν πως βγαίνει ασπροντυμένη, σαν Στοιχειό, σαν Φάντασμα. Τι νάνε η λαμπερή φωτιά μέσ' 'ς το βουνό το πέρα Πού πότε πότε ανάβεται και πότε πότε σβυέται; — Αυτήν την ώρα οι πιστικοί τα πρόβατα σκαρίζουν.