United States or Barbados ? Vote for the TOP Country of the Week !


Σας είπα ποίος πρώτα ευρήκε τ' αλφαβήτα· Σας είπα ότι τότε κατέβαινε η πήτα Στο στόμα των ανθρώπων, Χωρίς κανένα κόπον. Σας είπα και σας είπα, μα δεν σας είπα κι' άλλα... Άφησα πίσω τόσα ωραία και μεγάλα. Αλλά θαρρώ πως πρέπει πολλά να παραλείπω, Διότι, εάν όλα καταλεπτώς τα είπω, Θ' ακούετ' ένα χρόνο, Κι' εγώ δεν θα τελειώνω.

Πώς σκύλοι ομπρός στα πρόβατα κακονυχτάν σε στρούγγα, αν νιώσουν αιματόχαρο θεριό που το λαγκάδι περνάει στα όρη, και πολύς από βοσκούς και σκύλους 185 κρότος κι' αχός, και δε σφαλνούν το μάτι μια στιγμούλα· έτσι κι' αφτών στα βλέφαρα δεν τους κατέβαινε ύπνος π' όλη τη νύχτα φύλαγαν, τι είχαν το νου τους πάντα κατά τον κάμπο άμα άκουγαν ροβολητό των Τρώων.

Κάποια στιγμή όμως κατέβαινε κι εκείνη για να μπει στο χορό μαζί με τις άλλες γυναίκες, κι εκείνη έπαιρνε μέρος στη γιορτή και ήταν η πιο τρελή απ’ όλες, σαν την Γκριζέντα και σαν τη Νατόλια, και αισθανόταν στην καρδιά της τη φλόγα, τη γλύκα, το πάθος όλων εκείνων των γυναικών μαζί. Ο Τζατσίντο της έσφιγγε το χέρι και το πανηγύρι τριγύρω, μες στην αυλή, στον κόσμο ολόκληρο, ήταν γι’ αυτούς….

Έχε λοιπόν υπομονή, και κατέβαινε τώρα στ' αμπέλι που πρασινίζει, ίσως δώση ο Θεός και μαζέψης καρπό κατόπι.

Ενώ παρετήρουν, αυτά έφθαναν κατά πυκνάς φάλαγγας, τάχιστα, με άπληστα μάτια δελεαζόμενα από την μυρωδιά του κρέατος. Διά να τ' απομακρύνω κατέβαλα πολλάς προσπαθείας και μίαν προσεκτικήν επίβλεψιν. Ό,τι είδα τότε με εθάμβωσε και με ετρόμαξε. Το εκκρεμές κατέβαινε περίπου μίαν υάρδαν. Συνέπεια τούτου φυσική ήτο να αυξηθή αναλόγως και η ταχύτης.

Εις το χωριό κατέβη νύκτα και το πρωί μεταβάς εις την εκκλησίαν, ελούφαξεν εις μίαν γωνίαν, ως λαγός, όστις αισθάνεται τον γύπα περιιπτάμενον, αφού δ' εκοινώνησεν, ανεχώρησεν αμέσως εις τα όρη. Βαθμηδόν όμως ανεθάρρησε και κατέβαινε δύο και τρεις φορές το έτος, διά να πηγαίνη εις την εκκλησίαν.

Ήκουσε μόνον θρουν σειομένων φύλλων, και ενόμισεν ότι τούτο επροξένει το βήμα του κυνός. Ο τοιχοβάτης εσκέφθη ότι, αν κατέβαινε, θα ήτο ίσως χειρότερον, και προσεπάθει να κολλήση επί του τοίχου, όπως μη τον ίδωσιν, αν ήσαν άνθρωποι. Αλλά την στιγμήν εκείνην ο κύων επλησίασεν, υλακτών θορυβωδώς, εις τον τοίχον. Ο άνθρωπος εκείνος εφοβήθη τότε πολύ.

Ψηλός, ξερακιανός, σκεβρωμένος, ξεδοντιάρης, με μια μύτη που κατέβαινε σαν αγκίστρι ως το στόμα, με μεγάλα άγρια φρύδια, αξούριστος πάντα με τα γένεια σαν καρφιά, είχε μάτια γαλανά και ήμερα μέσα στην αγριάδα του προσώπου του. Ο Καπετάν-Μοναχάκης τον αγαπούσε χωριστά, γιατί δεν έβγαζε ποτέ τσιμουδιά από το στόμα του. «Μέρα, μέρα. Νύχτα, νύχτα». Ο Γερο-Φλώκος τα είχε σα χαμένα τούτη τη φορά.

Ήτον ο γιδάρης του μοναστηριού, που τραγουδώντας κατέβαινε να ιδή τι να γίνωνται τα βακούφικα, πούχαν μείνει την ημέρα κείνη για χάρι του πανηγυριού με τα μικρό κοπέλλι του και με τα δυο σκυλιά.

Και λέγοντας αυτά ο παπάς κατέβαινε γλήγορα τη σκάλα, κρατώντας με το δεξί την πατερίτσα του και με το ζερβί το μπούτι της κόττας, και πήγαινε βιαστικός να ευλογήση κι' άλλα σπίτια, και να πη κι' άλλα « Χριστέ ο Θεός, ευλόγησον... » κι' άλλα « Η γέννησίς σου Χριστέ ο Θεός.. » κι' άλλα « Να ζήσητε και να καλοδεχτήτε... » κι' άλλα « Και του χρόνου τα Χριστούγεννα... »