Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 25 Μαΐου 2025
Και ερχομένη η νύκτα, εις την τρίτην ώραν της νυκτός έρχεται ο Χόντζας, και κτυπά εις την πόρταν και η σκλάβα ανοίγοντάς του τον έφερεν εις την κυράν της· ερμηνεύοντάς τον εις την στράταν, ότι θα κάμη απογάλι διά να μην εξυπνήση ο Βανάης, και τους αγροικήση.
Ο κακότυχος Χόντζας, μη στοχαζόμενος την γνώμην της, εγδύθη και έμεινε με το υποκάμισον, και με ένα γελέκι μόνον, και χωρίς σκούφιαν εις το κεφάλι· έπειτα τον έβαλε και εκάθησεν εις το τραπέζι, και άρχισαν να τρώγουν με πολλήν ηδονήν και τον καιρόν που ήσαν εις την μέσην του δείπνου, έρχεται η σκλάβα τρεμάμενη προς αυτούς και λέγει· Κυρά μου, είμασθε χαμένοι· ο Βανάης εσηκώθη και έρχεται εδώ διά να ιδή τι κάνεις· και αν δεν τα βολέψης ογλήγορα θέλει ξεσκεπάσει την αδικίαν που του κάνης.
Ο Χόντζας έμεινεν εντροπιασμένος διά τους ονειδισμούς, που η Αροούγια του έκαμε, και όντας άνθρωπος κακής διαθέσεως, ευθύς εμετάβαλε την αγάπην εις θυμόν και είπεν· Ύπαγε απ' εδώ, ω τολμηρά γυναίκα, τίποτε δεν χρεωστώ του ανδρός σου· και καθώς αυτός ο άγνωστος γέροντας εχαλάσθη από την κακήν του κυβέρνησιν, έτσι έχασε και τον νουν του, και δεν ηξεύρει τι ζητεί.
Τότε ο Χόντζας όλος γεμάτος από αγαλλίασιν έβγαλε μίαν σακκούλαν, εις την οποίαν είχε τας δύο χιλιάδες φλωριά, και της λέγει· ιδού, ω τριαντάφυλλον του παραδείσου, τα όσα σου έταξα, το οποίον είνε το ουδέν εις αντάμειψιν μιας τέτοιας ευτυχίας μου.
Αχ πόσον είνε ωραία· ο Χόντζας, ο Κατής, και ο Βεζύρης δεν μου φαίνονται πταίσται αν την αγάπησαν. Δεν εστάθηκα εγώ εκείνος, μόνον ελαβώθηκα εις την θεωρίαν της απαρομοίαστης ωραιότητος, αλλά όλοι της αυλής μου έμειναν έκθαμβοι, και με μέγαν αλαλαγμόν της έκαμαν μυρίους επαίνους.
Ο Χόντζας βλέποντάς την Αροούγιαν τόσον ωραίαν και που να του ομιλή με τόσην ευγένειαν, ετρώθη εις την καρδίαν από την ευμορφάδα της, και της λέγει· ω ευμορφοτάτη μου κυρά, εγώ μετά πάσης χαράς θέλω σου δώσει αυτά που ζητείς, όχι ωσάν πράγμα που του χρεωστώ του ανδρός σου, μα διά το χατήρι σου που μου έκαμες την τιμήν να έλθης εις το σπήτι μου· αγροικώ ότι η θεωρία σου με κάνει να έβγω από τον εαυτόν μου, εσύ ημπορείς να με κάμης ευτυχισμένον ανταποκρινομένη εις την επιθυμίαν που μου προξενείς, και αν θελήσης να με υπακούσης, σου τάσσω πως αντίς διά χίλια φλωριά, θέλω σου δώσει δύο χιλιάδες, και σε βεβαιώνω ότι θα σου είμαι διά παντός σκλάβος.
Εκεί δε, καθηλώσας τα βλέμματά του επί του εδάφους, δεξιά, έβλεπεν, ως να προσεπάθει να εξιχνιάση τι κεκρυμμένον, ενώ όπισθέν του, κάτω, επί άμβωνος, ο χόντζας έψαλλε την ασιατικήν προσευχήν του. Εξεπλάγη ο Καπετάνιος, αλλά δεν εφοβήθη. Ο δε γλυκύς εκείνος γέρων χωρίς ν' αναμένη, αρχίζει ελληνιστί μετά πραείας της φωνής: — Εδιάβασες τα χαρτιά μας — παιδί μου. Το κατάλαβα.
Ο Χόντζας από την χαράν του έτρεξε διά να την αγκαλιάση και αυτή με επιδέξιον τρόπον εβγήκεν από τας χείρας του χωρίς να την εγγίξη· και αφού τον είδε πως ήτον φερμένος καλά εις τα δίκτυά της, και αποφασισμένος διά να υπάγη εις το σπήτι της, εβγήκεν από εκεί και επήγε και έκαμε τον ίδιον δόλον τόσον του Κατή, ωσάν και του Βεζύρη τους οποίους τους υπεχρέωσε τόσον, που δεν έβλεπαν την ώραν διά να υπάγουν να απολαύσουν την ωραιότητα που επιθυμούσαν· των οποίων εδιώρισε και των τριών διά να υπάγουν μίαν ώραν υστερώτερα ο ένας από τον άλλον, διά να μην υπάγουν και οι τρεις εις ένα καιρόν και ξεσκεπασθή ο δόλος της.
Έτσι λέγοντας ο καλός Χόντζας, και διά να δείξη πως τα όσα έλεγε, τα έλεγεν εκ καρδίας, επλησίασεν εις την γυναίκα, και ηθέλησε να την αγκαλιάση· μα αυτή θυμωμένη τον άμπωσε λέγοντάς του· στάσου, τολμηρέ και αυθάδη, και παύσε που να μου μιλής με αυτόν τον τρόπον διατί αν μου δώσης όλον τον βίον της Αιγύπτου δεν ήθελα ανταποκριθή εις την παράνομόν σου ζήτησιν, και δεν ήθελα κάμει αυτό το άδικον του ανδρός μου.
Εύμορφη κυρά, απεκρίθη ο Χόντζας, εγώ είμαι πάντοτε εις την ίδιαν γνώμην· έχω έτοιμα δύο χιλιάδες φλωριά διά να σου χαρίσω, αν μου κάμης την ευχαρίστησιν.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν