Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 13 Μαΐου 2025
Θα βαφτιστούμε πρώτα 'Σ το αίμα, 'ς τα παθήματα και κοφτερά στουρνάρια 'Σ το μετερίζι του βουνού το γόνα μας θα τρίψουν. Θα πιούμε τον ιδρώτα μας. Θα μείνη μαύρη χήρα Η γη μας η ταλαίπωρη και τα κοιλόρφανά της. Θα μάθουν να χορταίνουνε λαθύρια, βρακανίδαις, Και του νερού τα κάρδαμα, παρά να τα σαρκόνη Του ξένου το άτιμο ψωμί, πώχει προζύμι πάντα Φαρμάκια, καταφρόνεσαις, περίγελα και δάκρυ.
Αλλ' όταν το πρωί την επανείδε τον κατέλαβεν αιφνίδιον πείσμα παιδίου, το οποίον συντρίβει όταν του δίδουν το αντικείμενον το οποίον εζήτει επιμόνως. Εις αυτήν δε την ψυχικήν διάθεσιν τον εύρε μετ' ολίγον η χήρα και δεν εδυσκολεύθη να τον φέρη εις τα νερά της. Αλλ' η μεταβολή δεν ήτο πραγματική.
Η καθεμιά πανδρεμμένη, το λοιπόν, πρέπει να έχη μέρος για να ξεφορτώνεται την κλήρα της, που οι πλειότεροι άνδρες λείπουν χρόνο-χρονικής, η καθεμιά χήρα πρέπει να έχη μέρος για να ρίχνη το στρίγλικό της, τ' αρφανό της. Η καθεμιά αρχόντισσα να έχη μέρος για να βάζη τον πάπο της, τον χήνο της, κ' η καθεμιά φτωχή το θάρρος της και την απαντοχή της. Αυτά, δάσκαλε».
Αλλά κρατηθείς ανέλαβε το μαχαίρι και εξηκολούθησε την προσπάθειάν του, ήτις τώρα δεν εβράδυνεν. Ο μάνδαλος υπεχώρησεν εντελώς, υπεχώρησε δε εις ελαφράν ώθησιν και η θύρα και μόνον μικρόν στεναγμόν αφήκαν οι στρόφιγγες. Ο Μανώλης έσκυψεν εις το ημιάνοιγμα της θύρας, αλλά δεν ήκουσε κανένα θόρυβον. Η χήρα και η κόρη της δεν είχαν εξυπνήση.
Φίλησε τα δάκρυά της και της χάιδεψε το χλωμό πρόσωπο. — Γιατί δεν κοιμάσαι, όμορφη χήρα; Σούφερα ένα γλυκό όνειρο... — Ο ύπνος έφυγε από τα βλέφαρά μου και τόνειρό μου το βλέπω μ' ανοικτά τα μάτια... Η όμορφη χήρα συλλογιζότανε τον καλό της, που την άφησε κ' έφυγε τόσο βιαστικά, λέγοντάς της πως θα ξαναγυρίση και δεν ξαναγύρισε.
Τα λόγια της γραφής μού εφάνηκαν απόφωνο στα λόγια του πατέρα μου. Τόσα χρόνια καραβοκύρης και τόρα η χήρα του επρόσμενε το δικό μου ξεδούλειο για να κάμη τα κόλλυβά του! Να κάμη τα κόλλυβά του και να συντηρηθή άπορη! Κ' εκείνου το κορμί, τα σιδερένια μπράτσα ποιος ξέρει τάχα σε τι χάλαρα δέρνονται, ποιος γλάρος τα πετσοκόβει, ποιο κύμα να λευκαίνη τα ψιλόλιγνα κόκκαλα!
Εγγύς εκεί, παιδίον υπηρετικόν ήντλει ύδωρ φρεάτιον διά σιδηράς αντλίας, πληρούν την φοβεράν χύτραν και συγχρόνως εσώρευεν υπ' αυτήν πυρήνας, εν ώ αι φλόγες κροταλίζουσαι, περιεκύκλουν όλον τον πύραυνον. Διά τούτο η μαύρη χήρα ολονέν προς τα έξω απέσυρε τας παρειάς της και το τηγάνιον, κινδυνεύουσα να περιζωσθή υπό των φλογών. Τότε ο μογιλάλος την είδε και είπε σταθείς άνωθέν της: — Κιμίκρ!
Ο Μανώλης την παρετήρει από κεφαλής μέχρι ποδών, ως να ήρχιζαν να τον σκανδαλίζουν οι λόγοι της. Έπειτα κύμα οργής ανέβη εις το πρόσωπόν του και εξήστραψεν εις τα μάτια του. — Όξω! όξω! ανεφώνησε με τρομεράν φωνήν. Άμε στο διάολο να μη σε 'δη κιανείς, κουζουλογυναίκα! Η χήρα ύψωσε προς αυτόν ικετευτικά και βουρκωμένα μάτια, ενώ τα χείλη της έτρεμαν. — Δε με λυπάσαι; του είπε.
Η χήρα η Μισιργούδα είχε μια βρατσέρα κληρονομιά του μακαρίτη οπού είχε το πρωί αποπλεύσει διά την Κύμην και έσπευσε έντρομος, με λαδάκι: — Παναγία 'ς το Πέλαγο! Παναγία 'ς το Πέλαγο!
— Α! εκραύγαζεν ο Κοψαχείλης, με κομμένον το άνω χείλος, άδων συνάμα την «Γιαννούλαν» και ρίπτων λοξά βλέμματα προς την φωταυγή εστίαν, παρά την οποίαν η ωραία χήρα κατεσκεύαζε τας τηγανίτας, ίνα κολακεύση την λαιμαργίαν των εργατών και αποθλίψωσι κανονικώς το έλαιον αυτής.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν