Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 13 Ιουνίου 2025
— Σώπα, σώπα, ανεφώνησεν η Μαργή έξαλλος, να μη σακούω!.. — Είνε ο καλλίτερος νέος του χωριού, επέμεινεν η χήρα. — Είνε το καλλίτερο βούι του χωριού. Για να με σκάσης πολεμάς; — Εκείνο που σου λέω 'γώ, είπεν η Καλιώ, πεισμώνουσα εκ της αντιλογίας. Κατέχεις εσύ ποιος είν' ο καλός και ποιος ο κακός; Κιώμορφος είνε, και νοικοκυρόπουλό 'νε ...
Μία ορφανή πλουσία δεν ημπόρεσε να βαστάξη εις την γλύκα κ' εις το πάθος της κιθάρας και μετ' ολίγον καιρόν συνήφθη αρραβών και είτα ετελέσθη ο γάμος. Εν τω μεταξύ η πτωχή Αρχόντω, η χήρα του πνιγέντος πλοιάρχου, έκλαιε τον σύζυγον και τους υιούς της, κ' οι πλοίαρχοι έκλαιον τας προκαταβολάς των. Και πέραν του πελάγους, εις την αντικρυνήν νήσον αντηχούν άσματα γαμήλια, βακχικά.
— Να, είπεν επιτέλους ο Μανώλης, δε μ' αφίνουνε μούδε να πάρω την Πηγή, μούδε να τήνε θωρώ. — Αι! κεχάθηκαν η κοπελλιές; είπεν η χήρα. Τσοι Θωμαδιανούς τσοι βιλανούς θα κάθεσαι να παρακαλής εσύ απού 'σαι παρακαλετός όπου κιάνε ζητήξης; Δε σε θέλουν ένα, μη τσοι θες δέκα. Ο Μανώλης εσκέφθη επί μικρόν. Έπειτα είπε: — Ναι, μα 'γώ τήνε θέλω την Πηγή.
Ήτο συνταξιούχος χήρα διοικητικού υπαλλήλου προ χρόνων αποθανόντος. Είχε ζήσει εις άλλας πόλεις της Ελλάδος και είχεν αποκτήσει ξενιζούσας έξεις και κλίσεις.
Κατάλαβες κυρ-Δημάκη; Την στιγμήν εκείνην η κάμινος ανέλαμψε φαεινώς, του παιδός σωρεύσαντος νέαν πυρήνα, κ' εφάνη υπό το δάσος των οφρύων το οξύ και λάμπον βλέμμα του ενοικιαστού, όπερ αισθανθείσα η χήρα επ' αυτής ισχυρώς αντανακλώμενον, κατεβίβασε την μανδήλαν της. — Νά, αυτός ο μουγγός φταίει κυρα-χήρα!
Προ ολίγων μόλις ετών είχαμεν αναγκασθή, είνε αληθές, να την ενθυμηθώμεν, και οιονεί αφυπνισθέντες έν πρωί ηκούσαμεν, ότι έζη έτι η χήρα του Οδυσσέως, και ετέλει — αυτή μόνη, διότι τις άλλος είχε καιρόν να φροντίση περί τούτου — την ανακομιδήν των οστών του πεφιλημένου συζύγου της, του ήρωος της Γραβιάς. Έκτοτε όμως την είχαμεν λησμονήσει εντελώς!
ΑΚΤΩΝ. Ω! της χήρας Διδώς! ω το κουτόλογο! τι μπαίνει αυτή η χήρα! η χήρα Διδώ! ΣΕΒΑΣΤ. Και τι; αν είχε μελετήσει και τον απόχηρον Αινεία; Μην παραξενεύεσαι τόσο εύκολα, Κύριέ μου. ΑΔΡΙΑΝ. Η χήρα Διδώ, είπες; με κάνεις και συλλογίζομαι απάνου σ' αυτό· ήταν από την Καρχηδόνα, όχι από το Τούνεζι. ΓΟΝΖ. Αυτό το Τούνεζι, Κύριε, ήταν η Καρχηδόνα. ΑΔΡΙΑΝ. Η Καρχηδόνα; ΓΟΝΖ. Σε βεβαιώνω, η Καρχηδόνα.
Ήτο δύσκολον να περάση ημέρα χωρίς να την ίδη μίαν φοράν τουλάχιστον και άλλος προσεκτικώτερος του Μανώλη θα έφθανεν εκ τούτου εις το συμπέρασμα ότι η χήρα επεδίωκε την συνάντησίν του. Αλλ' ενώ κατά τας άλλας ημέρας η συνάντησις εκείνη δεν δυσηρέστει τον Μανώλην, την ημέραν εκείνην τον ανησύχησε. Παραδόξως όμως η Καλιώ δεν εφαίνετο θυμωμένη. — Ως πού, Μανωλιό; τον ηρώτησεν.
Αν είνε με το θέλημα του Θεού και την ευχή σου, αύριο τη στεφανώνω. — Καλώς ήρθατε και καλώς κοπιάσατε σαν τον καλόν το χρόνο· απάντησεν η γριά γλυκομίλητη. Ο λόγος απ' το στόμα σου και στου Θεού τ' αυτί. Ήταν έξυπνη η μάνα της Λενιώς, ψημένη στη ζωή, από τα μικρά της χρόνια χήρα. Ο άντρας της βουτηχτής, έγινε του σκυλόψαρου τροφή στης Μπαρμπαριάς τα νερά και άφησε πεντάρφανο το κορίτσι.
— Θέλει δε θέλει εγώ θα τήνε πάρω, θα τήνε κλέψω κίδια απόψε, θαρρώ. Η χήρα έκαμε χειρονομίαν αιφνιδίας αποφάσεως και είπε: — Κλέψε τηνε ... Είντα να σου 'πώ κ' εγώ; Και τα χείλη της έτρεμον. — Θαρθή απόψε ή θα ξωμείνη στο Πετρούνι; — Όι, θαρθή, είπεν η χήρα μετά στιγμιαίον δισταγμόν.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν