United States or Kazakhstan ? Vote for the TOP Country of the Week !


Τι την τραβάς, πατέρα; έκραξεν ο Μάχτος. Ο Πρωτόγυφτος εφαίνετο αλλόφρων και δεν απήντα εις ουδέν ερώτημα. Το πράγμα τω εφαίνετο ανωφελές. Συγχρόνως μεταξύ της Γύφτισσας και του Βούγκου συνήφθη ταπεινή τη φωνή μικρός διάλογος. Οι δύο ούτοι μόλις είχον αποσείσει τέλος τον ύπνον, και ήρχισαν να εννοώσιν ότι συνέβαινέ τι. — Κοιμάσαι, μεγάλε; — Κοιμάσαι, μάννα; — Εγώ δεν κοιμούμαι. — Ουδ' εγώ.

Μέχρις ου οι άλλοι προλάβωσι να την καταδιώξωσιν, η Αϊμά, πατούσα με πόδας σεισουρίδος, έγεινεν άφαντος. Τότε ο Πρωτόγυφτος ενόησε μόλις την φυγήν αυτής, και έρρηξε την αγρίαν εκείνην κραυγήν·Σηκώσου, Βούγκο! Τρέξετε, παιδιά. Αλλ' ο Μάχτος τον εκράτει σφιγκτώς. Αγών συνήφθη μεταξύ πατρός και υιού. Η πάλη διήρκεσεν επί πολύ. Ο Γύφτος είλκυε τον Μάχτον ολονέν προς την θύραν.

Εις πεντήκοντα δε βημάτων απόστασιν από του ναού, μεταξύ τριών δένδρων και δύο φρακτών, ο επόμενος διάλογος συνήφθη: —Παπά, παπά, πού πας; —Θαρθώ βλογημένε, τώρα, αμέσως πίσω. Δεν είξευρε τι να είπη. Αλλά το βέβαιον είνε ότι είχεν απόφασιν να καταβή εις την πόλιν και ζητήση λόγον δια την κλοπήν από τον συνεφημέριόν του!

Επί πολύ η μάχη έμενεν αμφίρροπος έως ότου περί την μεσημβρίαν είδαμεν να έρχωνται κατόπιν των Κολοκυνθοπειρατών οι Καρυοναύται. Ήσαν δε εχθροί μεταξύ των, ως εφάνη• διότι όταν οι Κολοκυνθοπειραταί είδον ότι επήρχοντο εκείνοι, αφήκαν ημάς και εστράφησαν κατ' εκείνων και συνήφθη μεταξύ των ναυμαχία. Ημείς δε υψώσαντες τα ιστία απεμακρύνθημεν και τους αφήκαμεν να μάχωνται.

Ο άνθρωπος εκείνος επέστρεψε το ξίφος εις τον κολεόν και εξηκολούθησε να προχωρή προς το καταφύγιον της Αϊμάς. Αλλ' ο Σκούντας ερρίφθη εκ των όπισθεν και έκρουσεν αυτόν κατά των νώτων. Πάλη τρομερά συνήφθη τότε μεταξύ των τριών ενόπλων και του Σκούντα και Μάχτου. Ο Σκούντας δεν ήτο άοπλος.

Τέλος εταίριασαν και συνήφθη ο αρραβών. Ο μεγάλος υιός του Στεφανή, ο Στάθης, έλαβε το τσέκι, το οποίον έφερεν εξ Αμερικής ο αδελφός του, απήλθεν εις Βώλον και το εξηργύρωσεν. Ήτο περίπου διά πεντακοσίας αγγλικάς λίρας. Επιστρέψας εκ Βώλου έφερε περί τας 18 ή 19 χιλιάδας χαρτίνας δραχμάς. Τόση ήτον η περιουσία του Θανάση.

Εν τη ορμητική ταύτη εφόδω μόλις επρόφθασε να τον ακολουθήση ο Ιωάννης Ξυλικιώτης, όστις και εφονεύθη παρά τω πολιώ αρματωλώ. Μάχη πεισματώδης συνήφθη μετά ταύτα προς κατάκτησιν της κεφαλής του Βλαχοθανάση.

Μάχη συνήφθη, κατά την οποίαν ενίκησαν οι Αθηναίοι· και εκ των Συρακουσίων οι μεν εις το δεξιόν κέρας ευρισκόμενοι κατέφυγαν εις την πόλιν, οι δε εις το αριστερόν προς τον ποταμόν. Τούτους θέλοντες να αποκλείσουν οι των Αθηναίων τριακόσιοι εκλεκτοί έτρεξαν μετά πάσης σπουδής προς την γέφυραν.

Εκεί ο Ηγούμενος περιστοιχούμενος υπό δρακός ηρώων ανέκοψε ξιφήρης την ορμήν αυτών και φοβερά συμπλοκή στήθος προς στήθος συνήφθη εις τον στενόν εκείνον χώρον. Την στιγμήν εκείνην κρότος μέγας ηκούσθη, το έδαφος εσείσθη ως υπό σεισμού φοβερού και μία πλευρά του τείχους ανετινάχθη και κατέπεσε θάψασα υπό τον όγκον αύτης τους συνωθουμένους προ του περιβόλου Τούρκους. Η υπόνομος είχεν αναφλεγή.

Μία ορφανή πλουσία δεν ημπόρεσε να βαστάξη εις την γλύκα κ' εις το πάθος της κιθάρας και μετ' ολίγον καιρόν συνήφθη αρραβών και είτα ετελέσθη ο γάμος. Εν τω μεταξύ η πτωχή Αρχόντω, η χήρα του πνιγέντος πλοιάρχου, έκλαιε τον σύζυγον και τους υιούς της, κ' οι πλοίαρχοι έκλαιον τας προκαταβολάς των. Και πέραν του πελάγους, εις την αντικρυνήν νήσον αντηχούν άσματα γαμήλια, βακχικά.