Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 13 Μαΐου 2025


Ήτο απηλπισμένος πλέον από τας ερωτικάς επιχειρήσεις, εντελώς απηλπισμένος. Και ενώπιόν του παρουσιάζετο ως αναπόφευκτον πλέον το δεύτερον μέρος της αποφάσεώς του· η απαγωγή. Αφού δε επ' ολίγον εσκέφθη, είπε προς την χήραν: — Να πης της θυγατέρας σου πως θα τήνε κλέψω. Εβαρέθηκα μπλειο. Η χήρα εστέναξε και πάλιν· έμεινε δε και τον παρετήρει απομακρυνόμενον, έως ότου έπαυσε να φαίνεται.

Το αηδόνι ψυχοπόνεσε την όμορφη χήρα και της ξαναμίλησε με γλυκύτερη φωνούλα: — Αν είσαι εσύ η αγάπη του, ο καλός σου έφυγε βιαστικός για να σ' ανταμώση. Γύρισε στο σπίτι σου και στρώσε το νυφικό σου κρεββάτι, πριν προβάλη η αυγούλα. Γιατί, αν αργήσης ακόμα, δε θα προφτάσης τον καλό σου. Η όμορφη χήρα αναστέναξε πάλι.

Ότε δε τέλος απέκαμον οι ισχνοί της δάκτυλοι και οι οφθαλμοί της δεν έβλεπον πλέον, παρέλαβε της εργασίας της το προϊόν η ενενηκοντούτις γραία και μεταβάσα εις τα ανάκτορα παρέδωκεν αυτό εις την Βασίλισσαν, λέγουσα· «Στείλ' το, βασίλισσά μου! να ζούσε ο Λεωνίδας μου, το πήγαινε 'κείνος!» Ο Λεωνίδας της ήτο ο αγαπητός της υιός, ον δωδεκαετή μόλις είμαρτο να θάψη η δυστυχής χήρα προ τεσσαράκοντα δύο ετών εν Μονάχω, όπου εξεπαίδευεν αυτόν η μεγαλοδωρία του γηραιού φιλέλληνος βασιλέως Λουδοβίκου.

Κατώκει αύτη εις τον πύργον της, του Δαμουλά λεγόμενον, και ήτο χήρα του Γεωργίου Μπότση· ήτο γυνή πεντήκοντα πέντε ετών, ηλιοκαυμένη και νευρώδης, ως κλέφτης των Αγράφων· είχε δύο θυγατέρας, την Τασσώ τεσσαράκοντα ετών και την Κίτσαν τριάκοντα πέντε, αίτινες είχον υιούς και θυγατέρας εγγάμους.

Θε διεστέλλοντο δε ίσως υπό μειδιάματος και τα λεπτά χείλη της Μαργής, αν ο αδιόρθωτος Μανώλης δεν υπέπιπτε και πάλιν εις το φοβερόν λάθος να την ονομάση Μαρούλι. Εις μάτην η χήρα του είχει συστήση επανειλημμένως να ονομάζη την θυγατέρα της με το όνομα το οποίον είχε φέρη μετά του κρινολίνου από την πόλιν. Εκτός του ότι ήτο δυσπρόφερτον αυτό το όνομα, δεν του ήρχετο ποτέ εγκαίρως εις την μνήμην.

Αλλέως . . . — πλην θα εξολισθήσω εις φιλοσοφίαν, την οποίαν και συ βαρύνεσαι και εγώ, ιδίως τώρα, ότε περιρρέομαι από ιδρώτα διά να σου γράψω τας ολίγας αυτάς γραμμάς. Το παρελθόν σάββατον εκηδεύθη εν Αθήναις μετά μαρασμόν πολυχρόνιον και νόσον ήτις είχε μικρόν κατά μικρόν εκμυζήσει πάσαν ζωικήν της δύναμιν . . . , τις νομίζεις; Η χήρα του Οδυσσέως Ανδρούτσου!

Βρυκολάκιασες πλεια. Δεν σε κολλάει ο ύπνος, θαπώ; Εσύ μ' αυτά τα δέκατα θα ξεμπερδέψης! — Οκτώ χιλιάδες εμέτρησα σήμερα, κυρα-χήρα. Την πρώτη δόσι! Τ' ακούς; τ' ακούω, πες! — Ναι, μα νάχωμαι και νου μας, εξηκολούθησεν η χήρα τηγανίζουσα, το μέτρο είνε μεγάλο. Κατάλαβες; — Και τι ήθελες, κυρα-χήρα; νάνε ξύγκικο;

Μα το πλεούμενο αρμένιζε σα να είχε δική του ψυχή και δική του κυβέρνια. Μην είνε τάχα το μαγεμένο καράβι πώρχεται να πάρη άθελα το βασιλόπουλο και να κάμη χήρα την Πεντάμορφη ; Εκείνη τ' αγναντεύει από το παραθύρι κ' η θλίψη φυτρώνει σαν τσουκνίδα στην καρδιά της. Το βασιλόπουλο μπήκε σε πειρασμό· θέλει να κατεβή για να μάθη το μυστικό του καραβιού.

Ο 'γούμενος άρχησε την ομιλία με τη χήρα και στον ίδιο καιρό εκερνούσε και αυτήν και τον Άνθιμο, χωρίς να λησμονά τον εαυτό του. Οι χωριανοί ετρωγόπιναν ανάμεσό τους κ' ετραγουδούσαν χωρίς να δίνουν προσοχή στο 'γούμενο με την παρέα του.

Όταν παντρεύτηκε, ορφανή κ' έρημη, ένα όμορφο κι' άξιο παλικάρι, είπε πρώτη φορά μέσα της με καμάρι: «Ας μου χαρίση ο Θεός τον καλό μου και να ξεχάσω όλες τις πίκρες μου». Σα να στραβοάκουσε ο Θεός την προσευχή της, μέσα σε δύο χρόνια της τον πήρε αφίνοντάς την χήρα με δυο ανήλικα παιδιά, ένα κοριτσάκι κ' ένα αγόρι. «Δόξα σοι ο Θεός και μη χειρότερα», είπε.

Λέξη Της Ημέρας

βασιλικώτερα

Άλλοι Ψάχνουν