United States or British Virgin Islands ? Vote for the TOP Country of the Week !


Αφού λοιπόν ετόλμησα να συνάψω τι είναι, δεν αντιφάσκω προς όσα είπα προηγουμένως; Θεαίτητος. Έτσι φαίνεται. Ξένος. Και λοιπόν; Όταν συνάπτω αυτό, δεν ομιλώ περί αυτού ως να είναι ον; Θεαίτητος. Μάλιστα. Ξένος. Και πάλιν, όταν το έλεγα ανέκφραστον και απρόφερτον, δεν ωμιλούσα περί αυτού με ενικόν αριθμόν ως να είναι έν; Θεαίτητος. Πώς όχι; Ξένος.

Αν την έβλεπες πώς εκουβέντιαζε τον γέροντα, πώς ανύψωνε την φωνήν της διά να γείνη ακουστή στη μισοκουφαμάρα του, πώς του διηγείτο περί νέων ρωμαλέων ανθρώπων, απροσδοκήτως αποθανόντων, περί της ωφελείας των λουτρών του Κάρλσβαδ, και πώς επαινούσε την απόφασίν του να μεταβή εκεί το προσεχές θέρος, πώς τον εύρισκεν ότι εφαινότουν να είναι πολύ καλύτερα, πολύ ζωηρότερος, παρά την τελευταίαν φοράν που τον είδεν. — Εν τω μεταξύ εγώ ωμιλούσα με την παπαδιάν.

Εις τον τόπον που ήμουν έβλεπα με ελευθερίαν όλες τες κυράδες και τα κορίτσια, ωμιλούσα με αυτές, και συχνά ευρισκόμουν εις τες συναναστροφές τους, και έκανα ότι ημπορούσα διά να με βλέπουν με καλό μάτι· όλες έλαβαν καλήν υπόληψιν εις εμένα, και με ετιμούσαν και με ευλαβούνταν μα διά να με αγαπήση καμμιά δεν ευρίσκονταν.

Προσέχετε λοιπόν, ως να επρόκειτο να περάσωμεν ημείς οι τρεις ένα ορμητικόν ρεύμα ποταμού, και εγώ, επειδή είμαι ο νεώτερος από όλους και έμπειρος πολλών ρευμάτων, σας έλεγα ότι πρέπει να δοκιμάσω μόνος μου, αφού σας αφήσω εις μέρος ασφαλές, και να ιδώ αν ημπορήτε να τον περάσετε και σεις, που είσθε γεροντότεροι, ή ποία είναι η κατάστασίς του, και αν μεν τον θεωρήσω διαβατόν να σας προσκαλέσω και να σας συντροφεύσω εις το πέρασμα με την εμπειρίαν μου, εάν δε είναι αδιάβατος, σχετικώς με την ηλικίαν σας, εις εμέ να περιορισθή ο κίνδυνος, τότε άραγε δεν θα ωμιλούσα ορθώς; Το ίδιον λοιπόν και τόρα ο προκείμενος λόγος είναι κάπως ορμητικός και ίσως σχεδόν αδιάβατος σχετικώς με την δύναμίν σας.

Λαμβάνοντας δε τον λόγον του Σουλτάνου δεν ωμιλούσα πλέον άλλο, παρά διά χαρές· οι οποίες έγιναν πολλά ένδοξες διά να εορτάσουν την υπανδρείαν μου· και ο λαός του παλατίου μου και της χώρας, ήτον δοσμένοι εις τες χαρές και αγαλλίασες διά έναν ολόκληρον χρόνον, και διά να ειπώ καλύτερον ακολουθούν ακόμη από εκείνον τον καιρόν έως σήμερον.

Αλλά πάντοτε εύρισκα το μάτι κλειστόν και ούτω δεν ήτο δυνατόν να θέσω εις πέρας τον σκοπόν μου, διά τον απλούστατον λόγον ότι εκείνο που με ετάρασσε δεν ήτο ο γέρων αλλά το μάτι. Και κάθε πρωί, όταν εξημέρωνεν, επήγαινα αποφασιστικά εις το δωμάτιόν του, και του ωμιλούσα ελεύθερα, μεταχειριζόμεμος το όνομά του με πολύ φιλικόν τόνον, και ερωτών πώς είχε περάσει την νύκτα.

Εσηκώθηκα, ωμιλούσα με μεγάλην φωνήν και με σχήματα βίαια, αλλ' ο θόρυβος δεν έπαυε ν' αυξάνεται. Πώς συνέβαινε να μη θέλουν να φύγουν! Διέτρεξα το παρκέ καθ' όλας τας διευθύνσεις, με βήματα αργά και πλατειά, προσποιούμενος ότι εταράχθην υπερβολικά από τας αντιλογίας αυτών των ανθρώπων. Αλλ' ο θόρυβος δεν έπαυεν από του ν' αυξάνεται.

Η φαντασία μου επήγαινε πάντοτε προς τον θάνατον. Δεν ωμιλούσα δι' άλλο τι παρά διά σκώληκας, διά τάφους και επιτάφια. Επλανώμην εις όνειρα θανάτου και η ιδέα μιας προώρου ταφής εκυρίευε συνεχώς τον εγκέφαλόν μου. Ο φοβερός κίνδυνος, διά την πρόβλεψιν του οποίου ήμουν δικαιολογημένος, με εβασάνιζε νύκτα και ημέραν.