United States or Sri Lanka ? Vote for the TOP Country of the Week !


Ο νοικοκύρης του έρχουνταν από την καρδιά της Ανατολής. Τούρκικα μιλούσε ο Αναστάσης, μα τέτοια Τούρκικα καλά θα είτανε να τα μιλούσε όλο το «Γένος». Μεγάλο μάθημα τους δίδασκε τους πολίτες ο Αναστάσης, μα ποιος τον άκουγε! Έδειχτε πως και τη βάρβαρη γλώσσα την κάνεις ρωμαίικη, σώνει να είναι «ρωμαίικα» εκείνα που λες. Είτανε θησαυρός χωσμένος μέσα στη Πόλη ο Αναστάσης.

Ο κυπαρισσώνας έλειπε· δεν είχε πια ανάγκη να δουλεύη μυστικά ο Θεομίσητος και τον έκοψε. Πρόβαινε καταδώθε σα νοικοκύρης και σαν καταχτητής. Κι αν ήταν μόνον ο Θεομίσητος λίγο το κακό· μα τώρα ξεφυτρώσανε κι άλλοι. Το παράδειγμά του κέντησε την όρεξη όλης της γειτονιάς.

Εις τούτην την ομιλίαν ο βαφιάς εκύτταξε τον κριτήν εις το πρόσωπον με θαυμασμόν, και του είπε· αν έχης επιθυμίαν, αφέντη, να με εμπαίξης είσαι νοικοκύρης, και ημπορείς να γελάσης όσον σου αρέσει με την θυγατέρα μου. Όχι, μη γένοιτο, απεκρίθη ο Κατής, εγώ δεν γελώ με κανένα, μα αγαπώ την θυγατέρα σου, και διά τούτο σου την γυρεύω. Ο τεχνίτης ακούοντας έτσι, εδόθηκεν εις ένα μεγάλον γέλωτα.

Αύτη την ώρα, που συχάζουν τα σπίτια, που δε φάνηκε ακόμη ο νοικοκύρης, τη διαλέγουν οι χαροκαμένες, οι ζωντοχήρες κ' οι φτωχές να πάνε να πούνε δυο λόγια στις σπλαχνικές τους γειτόνισσες. Ποιος ξέρει πόσην ώραν την κρατάει την αρχόντισσα και της τα λέει αυτά τα δυο λόγια! Κι αυτή την ακούγει με υπομονή, και τη συμπαθεί μ' έναν πόνο, που λες κ' είναι αυταδέρφη της.

Έκαμαν τη δουλειά τους μισή. Αυτές οι μισές οι δουλειές είταν που μας αφάνησαν τότες. Είμουνα δέκα μηνώ νοικοκύρης, κ' η Χριστίνα μου είχε στην αγκαλιά της το πρώτο της, αχ, και το στερνό της! Μήτε χωράφι είχαμε μήτ' αμπέλι. Σερμαγιά μας είταν η βαρκούλα μου και τα δίχτυα μου. Πριν ακόμα να λευτερωθή η Χριστίνα πέρασαν κι από το χωριό μας και μάζευαν οι δικοί μας ό,τι μπορούσαν.

Ό,τι λοιπό βγήκε το συνηθισμένο το γλυκό κι ο καφές, να κι ο νοικοκύρης ο Γιάνης και μπαίνει, και μας καλωσορίζει κι αυτός. Αποθέτει το τουφέκι, καθίζει, αρχινάει η κουβέντα. Με μάγεψε μα την αλήθεια αυτός ο άνθρωπος, που καθώς είπα, είνε της Κρητικής της ομορφιάς και της λεβεντιάς εικόνα πιστή. Ο μαυριδερός μου ο Γιάνης, ο λιγόλογος, ο αρχοντικός.

Ο νοικοκύρης, ασπρομάλης μα γερός ακόμα, με τη γιορτερή του φορεσιά, σαλβάρια, μάλλινη καινούρια ζώνη, άσπρες κάλτζες, παπούτζια πρωτόβαλτα και κόκκινο σκούφο, επαράστεκε στο δείπνο για να ευχαριστήση τον κόσμο του.

Ο νοικοκύρης του σπιτιού, που μ' είχ' αφήση για μια στιγμή, μπήκε επί τέλους στην κάμαρα: — Με συμπάθειο π' άργησα, μούπε. Έχουμε ανακατωσούρες απόψε, κοιλοπονάει η φαμελιά μου. Και κάθησε κοντά μου με το ψηλό τ' ανάστημα, καμπουριασμένο, το χλωμιασμένο πρόσωπό του ανήσυχο.

Κι ως τόσω να καλοκοιτάξης, θενά βρης πως μέσα σ' όλες εκείνες τις ελιές, τις μηλιές και τις πορτοκαλλιές, μέσα σ' όλα ταμπέλια εκείνου του κάμπου, μήτε &μια ιδέα& δεν είναι φυτρωμένη! Καλά που δε μας ακούει εκείνος ο νοικοκύρης ο πατριώτης, που από ταργαστήρι του κατεβαίνει νανταμώση τους συναδέλφους του, και να μάθη τα νέα.

Έκανε ταραχή ο γέρω νοικοκύρης, μα είχε και το νου του· πότε πότε έστηνε το γυμνασμένο αυτί του ν' ακούση κανένα μακρυνό κρότο ή εβύθιζε το βλέμμα του στο σκότος μέσα για να διακρίνη. Και για κάμποση ώρα ήταν ήσυχος. Ησυχία μεγάλη εκρατούσε στον κάμπο, όσο μπορούσε ν' ακούση τ' αυτί.