United States or Malawi ? Vote for the TOP Country of the Week !


Ο παπάς έβαλε το δάχτυλο στο στόμα: — Τσιμουδιά, είπε στο ανηψίδι του. Μπόρα είνε και θα περάση. Με την ώρα άνοιξε κ' η πόρτα και μπήκε ο Θανάσης ο Μελαχροινός, ο δεξιός ψάλτης του Ευαγγελισμού, ένας ψηλός, ξερακιανός, μισοκαιρίτης, του Θεού άνθρωπος, καλόφωνος όσο γίνεται και τεχνίτης, που ερχότανε και συντρόφευε κάποτε τα βράδυα τον παπά, κουτσοπίνοντας μαζί του ως τα μεσάνυχτα.

Τι κουτός που είσαι! είπε ο Ούλοφ. Ο μπαμπάς μας λέει έτσι. Τότε εννόησε ο Σβεν και με μάτια, που λάμπανε από την ανυπομονησία, ρώτησε: — Δε λέει τίποτε για το Νέννε; Ο πατέρας, που μπήκε μέσα στο μεταξύ, σήκωσε το μικρόν ψηλά ως το ταβάνι, τον κατέβασε πάλι και του είπε: — Τι να πη για ένα μαϊμουδάκι, που είναι τόσο μικρό ακόμα και δεν έκαμε τίποτε; Μα ο Σβεν δεν έμεινε ευχαριστημένος.

Να πάω εγώ μοναχή μου, να ιδώ, μην έπεσε πουθενά. ..... Μπορεί να μπήκε μες την Παναγιά να κάμη το σταυρό του. — Πώς να πας μοναχή σου, πάλι; — Θα πάρω και το λαδικό ν' ανάψω τα κανδήλια της Παναγίας . . . Κεράκια έφερα απ' το χωριό . . . Μη φοβάσαι!

Ο Αριστόδημος αναγκάστηκε ν' αναβάλη την εκδίκηση του για το βράδυ. — Το βράδυ στο τραπέζι θα είνε καλήτερασκέφτηκε κ' ησύχασε. Μόλις όμως άρχιζε το Ησαΐα χόρευε, μπήκε χαρούμενος ο Κουτρουμπής και του σφύριξε στ' αυτί: — Ήρθανε. — Ποιος; — Ο Περαχώρας κι ο άλλος· οι σοφοί. .. — Αλήθεια! φώναξε, πηδώντας όξω από την πόρτα.

Και σαν τηνε παντρέψανε την Αρετή στα ξένα, Και μπήκε χρόνος δύσεχτος και μήνας οργισμένος, Κ' έπεσε το θανατικό κ' οι εννιά αδερφοί πεθάναν, Βρέθηκ' η μάννα μοναχή σαν καλαμιά στον κάμπο. Στα οχτώ μνήματα δέρνεται, στα οχτώ μυρολογάει, Στου Κωσταντίνου το θαφτό τις πλάκες ανασκώνει.

Οι στρατοκόποι του βασιλιά, ορθοί αποπάνω της, στεκόντανε σα θαμπωμένοι. Άξαφνα μπήκε μέσα ο νέος ο βασιλιάς. Ένας σεισμός ετάραξε τα φυλλοκάρδια του. Έπεσε απάνω στο άψυχο κορμί και τα μάτια του γενήκανε βρύσες και δεν εστείρευαν. Οι πιστοί του βασιλιά σταθήκανε ολόγυρα σαν πετρωμένοι. Τότε ο νέος ο βασιλιάς ανασηκώθηκε με κόπο.

Άμα μπήκε στο σπίτι η γριά με τη φαμίλλια της, η υπηρέτρα άναψε τη λάμπα και τη φωτιά, ανασκήρησε το ένα και το άλλο μες από το δωμάτιο, έβαλε το τραπέζι κι' απόθεκε ψηλά το τεψί με τες μελοποτισμένες τηγανίτες.

Εις εκείνας έλεγεν ότι η νύμφη της δεν τας θέλει να έρχωνται και ότι είνε μία παράξενη, μία ανάποδη... Εις ταύτην παρίστα ότι η μήτηρ της και αι αδελφαί της την εδυσφήμουν πάντοτε, και διά τούτο τας κατηράτο εξ όλης ψυχής. «Η λοχεμμέναις, η στερεμμέναις, η αχρόνιασταις. Αντί να χαρούν που 'μπήκε σε τέτοιο σπίτι η αδελφή τους, την εζηλοφθονούσαν...» κτλ.

Κ' εξόν από την τιμή, που λάβαμε να δειπνήσομε μαζί τους, είναι κάτι, που δεν αξίζει το προσέξουμε περισσότερο. Δεν ενδιαφέρει με ποιους συντρώγει κανείς, αρκεί να τρώγει καλά! Μόλις ο Αγαθούλης μπήκε στο καράβι, πήδησε στο λαιμό του παλιού του υπηρέτη, του φίλου του Κακαμπό.

Βγήκα όξω στον κήπο· και με την ιδέα να του δώσω μια τελευταία χαράαυτού, που αγαπούσε πάντα τάνθηέκοψα ένα μισοανοιγμένο ρόδο, το ωραιότερο που μπορούσα να βρω, γύρισα μέσα και το έβαλα στο μαξιλάρι του παιδιού μου, κοντά στο μάτι που μπορούσε κ' έβλεπε ακόμα. Ανίκανος να το υποφέρω περσότερο, βγήκα πάλι όξω στη βεράντα. Αποκεί άκουσα πως μπήκε μέσα ο Σβάντε και κάθησε στο κρεββάτι.