Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 22 Μαΐου 2025
Και ο ντον Πρέντου στεκόταν εκεί, να χαϊδεύει την καδένα του και να κοιτάζει κάτω, προς το ποτάμι, σαν να περίμενε κι εκείνος κάποιον. «Τι στο καλό. Μήπως πέθαναν κι αυτές;» «Η ντόνα Έστερ θα είναι στην εκκλησία και η ντόνα Νοέμι ίσως έχει ξαπλώσει.» «Γιατί, άρρωστη είναι;» «Τι να πω! Τώρα τελευταία, όταν γυρίζω, τη βρίσκω στο κρεβάτι.
Η Αννούλα αναρρουφούσε. Ο γέρος με πήρε στα γόνατά του και μου άρχισε άλλα λόγια. Κάτι πρέπει να κατάλαβε από τη θωριά μου ο γέρος. Στρεφογύριζε ο νους μου, θαρρούσα πως κάποιο μεγάλο μυστήριο ήρθε στον κόσμο· πως σηκώθηκαν οι πεθαμμένοι, και πέθαναν οι ζωντανοί. Οι φωνές εκείνες από μακριά, μες στο σκοτάδι της νύχτας, ύστερ' από τέτοια δήγηση, το κόψανε σα γάλα το αίμα μου.
ΗΡΑΚΛΗΣ Πρέπει να φύγω από 'δω κι' αλλού να καταλύσω. ΑΔΜΗΤΟΣ Αδύνατον! Τέτοιο κακό ποτέ δεν θα μου κάμης. ΗΡΑΚΛΗΣ Σ' αυτούς που έχουν τη λύπη τους είν' οχληρός ο ξένος. ΑΔΜΗΤΟΣ Οι πεθαμένοι 'πέθαναν. Πέρασε μέσ' στο σπίτι. ΗΡΑΚΛΗΣ Δεν είναι πρέπον άνθρωπος να κάθεται να τρώγη σε σπίτι όπου έπεσε η συμφορά κ' η λύπη. ΑΔΜΗΤΟΣ Είναι οι ξενώνες χωριστά. Εκεί θα σε οδηγήσω.
Και σαν τηνε παντρέψανε την Αρετή στα ξένα, Και μπήκε χρόνος δύσεχτος και μήνας οργισμένος, Κ' έπεσε το θανατικό κ' οι εννιά αδερφοί πεθάναν, Βρέθηκ' η μάννα μοναχή σαν καλαμιά στον κάμπο. Στα οχτώ μνήματα δέρνεται, στα οχτώ μυρολογάει, Στου Κωσταντίνου το θαφτό τις πλάκες ανασκώνει.
Και πόσοι, » Και πόσοι άλλοι 'πέθαναν «'Σ του βίου μου τη στράτα;!» « Όπου αυτά τα πόδια μου » Πατούσανε, ο τόπος, » Ο τόπος 'πό το φόβο του » Εσειόνταν. Τα λιθάρια » Που πάταγαν, αφέντιδες, » Αυτά μου τα ποδάρια » Ραγίζονταν, σκορπιόντανε, » Και τάπιανεν ο κόπος.»
Κι' αυτά τα 'μάτια, που αν κ' επνίγηκαν συχνά, δεν 'πέθαναν ακόμη, αυτοί εδώ οι υαλιστοί, οι κολασμένοι ψεύται, μέσα 'ς την φλόγα να καούν, 'σαν άπιστοι που θάναι! 'Σ τα κάλλη την αγάπην μου θα ξεπεράση άλλη! Ο ήλιος, που το 'μάτι του τα πάντα εξετάζει, δεν είδεν άλλην 'σαν αυτήν απ' την αρχήν του κόσμου!
Ανήκει αληθινά στην «φιλολογία του κόσμου» για την οποία μιλούσε ο Γκαίτε. Άρχοντες, έχετε την ευχαρίστησι ν' ακούστε μια ωραία ιστορία αγάπης και θανάτου; Την ιστορία του Τριστάνου και της Βασίλισσας Ιζόλδης; Ακούστε πώς με μεγάλη χαρά και μεγάλη λύπη αγαπήθηκαν, και πώς πέθαναν έπειτα την ίδια μέρα — αυτός εξ αιτίας εκείνης, αυτή εξ αιτίας εκείνου.
Και η μητέρα μου, που η φωνή της ήταν γλυκιά σαν φρούτο, θυμάμαι, έλεγε: αρκεί ο Ιστένε μου να μείνει αθώος, τίποτε άλλο δεν ενδιαφέρει. Κι έτσι, που λες, αδελφέ μου, μου έφαγαν την περιουσία όταν πέθαναν ο πατέρας και η μητέρα μου, με τσιμπολόγησαν σαν να’ μουνα ένα τσαμπί σταφύλι, όλοι τους, συγγενείς και γνωστοί∙ ο Θεός να τους συχωρέσει.
Μην ξέρεις τίποτα κακό για τα παιδιά ή για μένα; μην άκουσες εσύ καμιά πικρή είδηση απ' τη Φτία; Ωστόσο ζει ο Μενοίτης λεν, τ' Αχτόρου ο γιος, ακόμα, ζει κι' ο Πηλιάς, του Αιακού ο γιος, μες στα βουνά μας, 15 που να κλαφτούμε, αν πέθαναν, βαριόκαρδα κι' οι διο μας. Μα πες τι κλαις, να ξέρουμε κι' οι διο μας, μην το κρύβεις.» 19
Χαμογέλασε η κάκω η Μήτραινα και της ήρθε η καρδιά στον τόπο. — Πέθαναν τα πεθερικά μου γλήγορα, σε δυο χρόνια απάνω, κι' ύστερα από λίγα χρόνια πάη κι' η γυναίκα μου στη γέννα απανωθιό. — Ας είναι! Συ να είσαι καλά παιδί μ'! — Μ' άφησε ένα παιδάκι. — Τι; Τι; Αλλά σ' ένα-δυο μήνες πάη κι' αυτό! — Βέβια! Βέβια!
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν