United States or Estonia ? Vote for the TOP Country of the Week !


Την στιγμήν εκείνην ο Χίλων έσυρε τον Βινίκιον από το κράσπεδον του μανδύου και εψιθύρισεν: — Αυθέντα, εκεί, όχι μακράν του γέροντος, βλέπω τον Ούρσον και πλησίον του μίαν νεάνιδα. Ο Βινίκιος ανεσκίρτησεν ως να αφυπνίσθη αιφνιδίως και εστράφη προς το μέρος, το οποίον τω εδείκνυεν ο Χίλων, και είδε την Λίγειαν. Είδε την Λίγειαν και δεν είδεν ειμή αυτήν και μόνην.

Ήτο ο ίδιος της Ηπείρου Σατράπης. Έσφιγξε την νεανίδα εις τας αγκάλας του και διέταξε την παύσιν της σφαγής, μετακομίσας αυτήν και την μητέρα της εις Ιωάννινα.

Είναι η φωνή του Περικλή, Εκείνου η λαλιά. Έψαλλεν ο ταλαίπωρος, Κ' εμέμφετο βαρέως, Νεάνιδα αναίσθητον Κ' εστέναζε βαθέως, Με δακρυσμένον, θολερόν, Ρεμβώδη οφθαλμόν. Συνωφρυώθη αιφνηδόν Το γαύρον μέτωπόν του, Έπαυσε ψάλλων. Έγεινεν Ωχρόν το πρόσωπόν του, Κ' εκτύπα η καρδία του Τον έσχατον παλμόν. Αλλοίμονον!

Η κόρη εκείνη δεν θα υπώπτευε την παρουσίαν μου. Άλλως ήμην εν συνειδήσει αθώος. Εν τοσούτω όσον αθώος και αν ήμην, η περιέργεια δεν μου έλειπε. Και ανερριχήθην πάλιν σιγά-σιγά προς τα επάνω και εις την κορυφήν του βράχου, καλυπτόμενος όπισθεν των θάμνων έκυψα να ίδω την κολυμβώσαν νεανίδα. Ήτον απόλαυσις, όνειρον, θαύμα.

Οι νέοι μας είχαν συμφωνήσει διά χορόν εις την εξοχήν και σ' αυτό και εγώ ευρέθηκα πρόθυμος: Έδωκα το χέρι εις μίαν καλήν, ωραίαν, άλλως ασήμαντον νεανίδα του τόπου, και συνεφωνήθη να πάρω μίαν άμαξαν και να πάω με την χορεύτριάν μου και την εξαδέλφην της έξω εις τον τόπον της διασκεδάσεως, και να προσλάβω καθ' οδόν την Καρολίναν Σ . . . — Θα γνωρίσετε ωραίαν νέαν, είπεν ο σύντροφός μου, όταν διηρχόμεθα εφ' αμάξης διά του εκτεταμένου και αραιού δάσους προς την έπαυλιν.

Τώρα τελευταία ήλθα στη βρύση και ηύρα μίαν νεάνιδα υπηρέτριαν ήτις είχε βάλει το σταμνί της εις το τελευταίον σκαλοπάτι και εκύτταζε τριγύρω μήπως ήρχετο καμμία φιλενάδα της διά να την βοηθήση να το βάλη στο κεφάλι της. Κατέβην, και την εκύτταξα κατάματα. Να σε βοηθήσω, κορίτσι μου! της είπα. — Αυτή κατακοκκίνησε. Κύριέ μου, είπεν, ευχαρίστως! Ετοίμασε το στεφάνι της, και εγώ την εβοήθησα.

Αφού επί τρεις μήνας έξυσε την κεφαλήν, ζητούσα του αλύτου αινίγματος την λύσιν, έκλεισε τέλος πάντων τα βιβλία της και ανοίξασα το παράθυρον του κελλίου ωσφράνθη τα αρώματα της ανοίξεως. Ο Απρίλιος ήγγιζεν εις το τέλος και η φύσις πάσα, καταπράσινος, μειδιώσα και μυροβόλος ωμοίαζε νεανίδα στολισθείσαν υπό εμπείρου θαλαμηπόλου.

Ήλθε διά να σου κάμη επίσκεψιν; — Όχι, Αυγούστα. Από της προχθές κατοικεί εις το παλάτιον. — Τη διαταγή τίνος; — Του Καίσαρος! Η Ποππέα παρετήρησε με περισσοτέραν προσοχήν την νεάνιδα και μία ρυτίς εχαράχθη μεταξύ των οφρύων της.

ΝΕΑΝΙΣ Τώρα θα σ' ταποδείξω κ' εγώ, κ' εκείνος γρήγορα. Πηγαίνω να τανοίξω. Α' ΓΡΑΥΣ Τρέχω κ' εγώ• αυτός θαρθή μ' εμένα δίχως άλλο, να μάθης πως το δίκηο μου είνε το πειό μεγάλο. Εις το χωρίον τούτο, σκοτεινόν και ασαφές, διαφωνούσιν οι σχολιασταί, αποδίδοντες εις την Νεανίδα τους στίχους τούτους.

Σφίγγων με τον ένα βραχίονα την νεάνιδα επί του στήθους του, διά της άλλης χειρός απώθησε βιαίως τον γέροντα, όστις του έφραττε τον δρόμον· αλλ' εις το κίνημα τούτο η κουκούλα του κατέπεσε και η Λίγεια εις την θέαν της μορφής ταύτης, την οποίαν εγνώριζε καλά και ήτις την στιγμήν εκείνην ήτο τρομερά, ησθάνθη το αίμα της να παγώνη. Ηθέλησε να φωνάξη βοήθειαν και δεν ηδυνήθη.