Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 5 Ιουνίου 2025
Θα ήμην δέκα δώδεκα ετών παιδί, εκείνος δε υποθέτω, γέρος εβδομηντάρης. Υψηλός, ολίγον κυρτός, με μουστάκια και φρύδια πυκνά, με γλυκά όμως, μαύρα μάτια, όπου θαρρείς πως εγελούσαν, κατ' αντίθεσιν προς την τραχύτητα των λοιπών του προσώπου του χαρακτηριστικών.
Ξαναναιβαίνει δέκα οργυιές, πηγαίνει κι’ άλλες τόσες, Όλο αναιβαίνει, προχωρεί, πηγαίνει και πηγαίνει, Περνάει τες σαράντα οργυιές, αδιάκοπα αναιβαίνει, Δεν τον φοβίζει ο κίντυνος, δεν τον νικάει ο φόβος, Αγκομαχάει, στέκεται, ξανακινάει πάλι, Και πάλι ματαπροχωρεί, πηγαίνει και πηγαίνει, Ματόνουνε τα χέρια του, τα πόδια του ματόνουν Και πάλι ματαστέκεται και πάλι αγκομαχάει... Γλυστράει και ξεσέρνεται ψηλά στους άγριους βράχους, Κι’ εκεί που ξεσερνόντανε και πήγαινε ίσια κάτω, Στην άχανη στην άβυσσο ν’ αφανιστή, να πάη, Επιάστηκε και στάθηκε κι’ άρχισε πάλι αγάλια Να ματασκαρφαλόνεται και να ματαναιβαίνη.... Ματαναιβαίνει, προχωρεί και ματαπάει, πάει Κι’ όλο ζυγόνει στης σπηλιάς τη φοβερή τη θύρα.
Μια μάννα, πικρόμαννα έστησε μυρολόγι: «Ανάθεμα σε ξενιτειά και τρισανάθεμά σε, Που μου κρατάς τον άντρα μου ακέρια δέκα χρόνια. Κι' εφέτος μ' αποπλάνεψες μου παίρνεις και το γυιό μου!.. »
Του δε στρατηγού των Αχαιών Αράτου προς τον του αυτοκράτορος Γάλβα. Έπεται δε ο βίος του αυτοκράτορος Όθωνος. Τόμος Γ. Δρ. 3. — Το όλον έργον τόμοι δέκα Δρ. 30. — ΦΙΛΟΣΟΦΙΚΗ ΚΑΙ KOIΝΩΝΙΟΛΟΓΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ ΦΕΞΗ Εκδιδομένη υπό την διεύθυνσιν του Δρος I. ΖΕΡΒΟΥ E. Haeckel Η καταγωγή του ανθρώπου Μετ. Α. Φαρμακοπούλου
Και μήτ' αυτή η μοναδική κολακεία δεν τους έφτανε, μήτε τωνέ δικώ μας μήτε του Ρωμαίου. Έπρεπε κ' οι δέκα φυλές της Αττικής, που σώζουνταν ακόμη κι αυτές μαζί με τάλλα γυμνά ονόματα της κλασσικής εποχής, έπρεπε να γίνουν κι αυτές έντεκα για χατίρι του. Αδριανίδα την ονόμασαν την καινούρια φυλή. Εύλογο όνομα.
Και με δέκα ειρεσίας των χειρών, με άλλα τόσα λακτίσματα των ποδών, με την κοιλίαν θίγουσαν κάποτε εις τους βάλτους, έφθασεν εις το μέρος όπου είχεν εμπλακή η βάρκα, ανεπήδησε στιβαρώς επί την δεξιάν πλευράν, έδραξε την πρώραν της σκάφης, και με απίστευτον διά την ηλικίαν του ρώμην, την ανεσήκωσε και την απήλλαξεν από του εμποδίου των υψηλών χόρτων.
Επειδή όλη η αντίστασις περιωρίζετο μόνον εις κραυγάς και κοκορίκο, ουδέν δ' άλλο αντετίθετο προς τας προσβολάς των επιδρομέων, τα δέκα παράθυρα τάχιστα και σχεδόν όλα ταυτοχρόνως παρεβιάσθησαν.
Την κατεργάρα! κοίταξε γόβες, λέει, που μου κέντησε! Θα πης, έχουμε κι αυτηνής τα προικιά να συλλογιστούμε. Αχ, εσύ αγάπη μου! εσύ φως μου! πέντε χρόνια είπαμε, βάλε κι άλλα πέντε για την αδερφή! Πέντε και πέντε, δέκα. Είμαι τώρα δεκαπέντε· και δέκα, εικοσιπέντε. Θάσαι και συ τότες εικοσιδυό. Μια χαρά. Να σου τώρα και μια τσιμπιά! Πού να το πιάσης τέτοιο σαχίνι!
Τέλος δε, αφού ετακτοποίησεν όλα, διά να αποφύγη τας αναβολάς, επεβιβάσθη μετά των δέκα πολιτών, όπως μεταβή παρά τω Τισσαφέρνει.
Εσύ μούδωκες να βόσκω πενήντα και δυο τραγιά· τούτος σου τάχει κάμει εκατό και δέκα τράγους· βλέπεις πόσο παχιά είναι και μαλλιαρά και με κέρατα γερά· τα έμαθε να καταλαβαίνουν και τη μουσική· ακούγοντας λοιπόν το σουραύλι όλα τα κάνουν.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν