Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 5 Ιουνίου 2025


Άμα δε οι Βοιωτοί ητοίμασαν τα πάντα, εφάνησαν επί του λόφου και εσταμάτησαν, παραταγμένοι όπως έπρεπε, διά να πολεμήσουν. Ήσαν δε επτά χιλιάδες πεζοί, δέκα χιλιάδες και πλέον ελαφρά ωπλισμένοι, χίλιοι ιππείς και πεντακόσιοι πελτασταί.

Έσωθεν δε και έξωθεν υπήρχε τάφρος, το χώμα της οποίας εχρησίμευε προς κατασκευήν πλίνθων. Οι δε Πλαταιείς, έχοντες ήδη μετακομίσει προηγουμένως εις τας Αθήνας τους παίδας και τας γυναίκας και τους γέροντας και το άχρηστον πλήθος των ανθρώπων, έμειναν εντός της πολιορκουμένης πόλεως τετρακόσιοι μετά ογδοήκοντα Αθηναίων και εκατόν δέκα γυναικών αρτοποιών.

Πώς θα το κατορθώσης με τον Χιλωνίδην και μόνον; Ενώ ο Κρότων θα φέρη αποτέλεσμα, και αν εκείνη υπερασπίζεται υπό δέκα Λιγείων, ως ο Ούρσος. »Όταν ο Χίλων παύση να σου είναι χρήσιμος, στείλε τον προς εμέ, όπου και αν είμαι. Ίσως θα τον αναδείξω δεύτερον Βατίνιον, και ίσως οι υπατικοί άνδρες και οι συγκλητικοί θα τρέμωσιν ενώπιόν του.

Εις εκείνους τους βορείους αιγιαλούς, σιμά εις το άγριον και γαλανόν πέλαγος, εις το παλαιόν Κάστρον, το κτισμένον επί γιγαντιαίου θαλασσοπλήκτου βράχου, εκεί είχε γεννηθή η Χαδούλα, κ' εκεί είχεν ανατραφή ως δέκα ετών κόρη.

Ο Αγαθούλης απελπισμένος και κατάπληχτος τον χάνει σε λίγο από τα μάτια του. Αλίμονο! να μια κατεργαριά άξια του παλαιού Κόσμου. Ξαναγύρισε στην παραλία συντριμμένος από τη λύπη: γιατί, επί τέλους, έχασε περιουσία δέκα βασιλιάδων.

Αγκάλιασα το λοιπόν την κυρά με αυθάδειαν, μα αντίς αυτή να μου ανταποκριθή εις τα χάιδια μου, εφώναξε μεγάλως και με οργήν με άμπωξε, και εν τω άμα βλέπω να φανερωθούν εκεί δέκα ή δώδεκα γυναίκες, οι οποίες έστεκαν κρυμμένες διά να ακούσουν τι ελέγαμεν.

Ο Βλαχαγγέλης πολεμά κι ο Χρήστος Βαλαώρας Δεν είναι μια, δεν είναι δυο, δεν είναι τρεις ή δέκα Μόν' είν' χιλιάδες δεκατρείς, χιλιάδες δεκαπέντε. Τζαφέρμπεης εχούγιαξε κι' ο Αγγέλης πηλογιέται...

Από τη στιγμή που χτύπησε η θύρα, και πήγα ν' ανοίξω, δέκα χρόνια μεγάλωσα. Τι κάνω δε νοιώθω. Τι συλλογιέμαι δεν ξέρω. Είνε δεν είνε τρεις ώρες που τονέ βασάνιζε κρύφιος πόνος το νου μου για το φτωχό το παλικάρι που μου πρωτοείπε της αγάπης τα λόγια, κι άξαφνα πέφτει μια μπόρα, καινούριες έννοιες και παραζάλες, που τον έπνιξαν εκείνον τον πόνο σαν πεταλούδα.

Εις τον τόπον είχον συρρεύσει δέκα ή δεκαπέντε άνθρωποι, παροδίται ή γείτονες. Η αισχύνη επίεζεν αυτήν ως σιδηρούς χλοιός. Τη εφαίνετο ότι είχε πίει χολήν και όξος. Οι οφθαλμοί της έπασχον διαλείψεις σκότους και φασμάτων, τα ώτα της εβόμβουν δυσήχως και φοβερώς. Τα γόνατά της εκάμφθησαν, και έπεσεν ως σωρός επί του εδάφους. Την στιγμήν εκείνην έφθασεν ο Μάχτος τρέχων και πνευστιών.

Επειδή τόσον καιρό τώρα τον έχεις αρνηθή, παραγγέλνει να μου παραδώσης σήμερα τρακόσα αγόρια και τρακόσα κορίτσια δέκα πέντε χρονών, που θα τα διαλέξουμε με τον κλήρο απ' όλες της οικογένειες της Κορνουάλλης. Το καράβι μου, αγκυροβολημένο στο λιμάνι του Τινταγκέλ, θα τα πάρη για να γίνουνε σκλάβοι μας.

Λέξη Της Ημέρας

βαρδαλάαας

Άλλοι Ψάχνουν