United States or Djibouti ? Vote for the TOP Country of the Week !


Και διαβαίνοντας από τις ιτιές εκεί κάτω, ξυπνούν τα πουλιά και μιλάνε μ' ανθρώπινη λαλιά και φωνάζουν «Ποιός είδε κόρην όμορφη να σέρνη πεθαμμένος!» — «Ακούς» του κάνω «Κωσταντή, τι λένε τα πουλάκια;» — «Πουλάκια 'νε» μου ξαναλέει «πουλάκια 'νε κι ας λένε.» — «Φοβούμαι σε, αδερφάκι μου» του κράζω τρομασμένα «φοβούμαι σε, αδερφάκι μου, και λιβανιές μυρίζεις». — «Εχτές βραδύς επήγαμε» μου λέει «στον Άη Γιάννη, και θέμιασέ μας ο παπάς με περισσό λιβάνι». Και λέγοντάς μου τέτοια λόγια με κατεβάζει αντικρύ στην Αγιά Μαρίνα, και χάνεται σαν ίσκιωμα από μπρος μου!

Όλοι έτρεξαν να δούνε και εκεί στο βάθος, στη γωνία της αυλής η Γκριζέντα διέκρινε τα χρυσαφένια μαλλιά του Τζατσίντο ανάμεσα στις δυο λευκές μαντίλες από τις θείες του. «Μπαρμπα-Έφις κάντε να χορέψει το βαφτιστήρι σας!», είπε η Νατόλια. «Αυτός κι αν είναι ένα βαστάγι!» «Βάλε τον πλάι στην εκκλησία και θα νομίζεις ότι είναι το καμπαναριό.» «Πάψε, Νατόλια, γλωσσού.» «Τα μάτια σου μιλάνε πιο πολύ από τη γλώσσα μου, Γκριζέ.» «Φωτιά να σε κάψει!» «Πάψτε γυναίκες και μπείτε στο χορό

Αν, απεναντίας, δεν θέλετε της υπηρεσίες μου, θα περάσω τη θάλασσα και θα πάω στον Βασιληά της Γαβοΐας ή στον Βασιληά της Φρίζης, και δεν θακούστε πεια ποτέ να μιλάνε για μένα. Μεγαλειότατε, πάρτε συμβουλή από τους βαρώνους σας, κι' αν δε δέχεστε κανένα συμβιβασμό, θα ξαναπάω την Ιζόλδη στην Ιρλανδία από όπου την επήρα. Θα είναι Βασίλισσα στον τόπο της».

Δεσμώτη, φίλε μου πιστέ, 'δώ μέσα σε κρατάνε; Σίδερα σου βάλαν στα ευγενικά σου χέρια;.. Έξω μιλάνε για το θάνατό σου. Το ξέρεις; Αλιχτάνε από τη χαρά τους οι ειδωλολάτρες ολοένα. . . Δεν θέλω να πεθάνης. . . ωιμένα! δεν θέλω να σου 'δώ κοκκαλωμένο το κορμί ούτε το στόμα ανοιγμένο, το στόμα σου, που μ' έκανε το Φως το Αληθινό να προσκυνώ!

Τριστάνε, λέει η Βασίλισσα, δεν παρασταίνουν οι θαλασσινοί πως ο πύργος του Τινταγκέλ είναι στοιχειωμένος, κι' ότι με μάγια δυο φορές το χρόνο, το χειμώνα και το καλοκαίρι, χάνεται και φεύγει από τα μάτια; Τώρα έχει χαθή. Αυτός δεν είναι ο θαυμάσιος κήπος για τον οποίο μιλάνε τα τραγούδια της άρπας; τοίχος από αέρα τον κλείνει απ' όλες της μεριές. Δέντρα ανθισμένα, χώμα που μυρίζει μαγευτικά.

Άλλοι παίζουν μουσική, άλλοι χορεύουν, άλλοι προσεύχονται, άλλοι μεθούν, κι ύστερα όλοι φεύγουν…» «Φεύγουν; Και πού πάνε;» «Εννοώστις παράγκες τους, για να ξεκουραστούν.» «Και τι γλώσσα μιλάνε;» «Γλώσσα; Όλες τις γλώσσες. Εγώ μιλούσα τη γλώσσα της Σαρδηνίας με τους συντρόφους μου…» «Α, ώστε είχες συντρόφους από τη Σαρδηνία;» «Είχα μερικούς συντρόφους από τη Σαρδηνία: ένα γέρο κι ένα νέο.