Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 11 Μαΐου 2025
ΝΕΑΝΙΑΣ Τι βαρκαδόροι θάσαστε κ' οι δύο σας κακοί! Α' ΓΡΑΥΣ Γιατί; Β' ΓΡΑΥΣ Τράβα μπροστά και τσιμουδιά! Γ' ΓΡΑΥΣ Μ' εμέ θα βγάλη τη βραδειά! Β' ΓΡΑΥΣ Φάε μια χύτρ' από βορβούς και θα γενής θηρίο. ΝΕΑΝΙΑΣ Αλλοίμονό μου ο δύστυχος! τράβα και τράβα, να με κοντά στην πόρτα μ' έφερε! Β' ΓΡΑΥΣ Δεν μου γλυτώνεις• πάμε να κυλισθώ με σένα! ΝΕΑΝΙΑΣ Απ' το να σ' εύρουν δυο κακά, κάλλιο να σ' εύρη ένα!
Κ' είπεν ο δύστυχος Πενθεύς: «τι θέλετε, γυναίκες;». «Τώρα θα 'δής τι θέλομε» τούπεν η Αυτονόη.
Ουχί βεβαίως άψογον κατά την γλώσσαν και την στιχουργίαν, αλλ' απαράμιλλον κατά πατριωτικόν αίσθημα, φαίνεται ημίν και το κατωτέρω απόσπασμα εκ του αυτού ποιήματος: Πόσαις φοραίς από μακράν ανήλικο παιδάκι, Με δακρυσμένο βλέφαρο, μ' απόκρυφην ελπίδα, Ο δύστυχος εκύτταξα την καταχνιά του Πίνδου Μου εφαίνετο πως ήτανε καπνός από τουφέκι Κ' επρόσμενα, κ' επρόσμενα ν' ακούσω τη βοή του!
Έκλαιγε ο δύστυχος από το κακό του, και παρακαλούσε τη θεία βοήθεια σε τέτοια παρανομία. Ας έρθουμε στη στερνή την πράξη της δραματικής αυτής ιστορίας. Να την περάσουμε πια τη θεολογική την ανεμοζάλη, για την ώρα τουλάχιστο, αφού της τύχης μας είταν, ίσως και για καλό μας, πολλά της ιστορίας μας να είναι θεολογικά από τους πρώτους εκείνους αιώνες και κάτω.
Ο Παβλής την αγαπούσε χρόνια και χρόνια· δεν τολμούσε να τη ζητήση, γιατί είτανε φτωχός και δεν ήθελαν οι γονιοί της. Σε μας είναι, βλέπεις, πάντα οι ίδιες ιστορίες. Όταν έμαθε πως παντρέβεται, δεν ξαναφάνηκε πια στο σπίτι. Ο δύστυχος, μοναχός του πονούσε και δέρνουνταν, και κανενός δεν έδειχνε το βάσανό του.
Ήρθε ο δύστυχος στο μαγαζί του συλλογισμένος και πικραμμένος, απελπισμένος όμως όχι. — Αι, άλλα πέντε χρόνια δουλειά, είπε, και γίνεται. Κι άρχισε πάλι να δουλεύη και να ελπίζη.
Να πάη στη στεφάνωση της εγγονής του στάθηκε αδύνατο· την έβλεπε όμως τη χαρά ομπροστά του πάλι σπαρταριστή, τότες που μεταγύριζε η καταστόλιστη νύφη με τον καλό της, με τα κορίτσια που τη συνοδεύανε, με το συγγενολόγι που ακλουθούσε. Λόγιαζε ο δύστυχος κι από την άλλη το Χάρο κι ολοένα ζύγωνε, ολοένα μαύριζε δίπλα του. Είταν η στερνή του χαρά.
»Τ' άχαρα κόκκαλά μου.» σ. 58. Άχαρα . Σημαίνει ενταύθα οικτιρμόν, ταλανισμόν ως και το φτωχός και το δύστυχος και τα παραπλήσια. Ως εκφαυλιστικόν δε συνεκφέρεται συνήθως μετ' άλλης επεξηγητικής λέξεως ως π.χ. άχαρος και κακόμοιρος .» Με τ' άγρια τα χνώτα τους Γκέγκικα καρυοφύλλια. σ.58
Δεν είτανε μήτε το πιστόλι, μήτε τη ζωή του που συλλογίστηκε ο Μιχάλης. Συλλογίστηκε πρώτα πρώτα τη Βασιλική του ο δύστυχος. Την ανυποψίαστη τη γυναίκα του, που μήτε να τηνε δη δε γύρισε τρέχοντας νανταμώση τον αδερφό του. Μάρμαρο έμεινε ο Μιχάλης. Λες και τονε μάγεψε ο Δημήτρης με την παγωμένη ματιά του, με την απάνθρωπή του φωνή.
Φαρμακώθηκε η καρδιά του βλέποντας ως και την Πρόνοια να εναντιώνεται με τα μέτρα που αυτός λάβαινε να φυλάξη ειρηνικό το Κράτος του, ναποφεύγη λογομαχίες και ταραχές, μα ας είταν και για σπουδαία ζητήματα. Τι τον έμελαν τέτοια ζητήματα, αφού δεν τάννοιωθε ο δύστυχος, αφού μήτε τους Ρωμιούς του δεν τους καλόνοιωθε. Τι να κάμη δεν ήξερε.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν