United States or Kazakhstan ? Vote for the TOP Country of the Week !


Ένα μαντρόσκυλο παραφυλάξαντας την απροσεξιά τους, άρπαξεν ένα κομμάτι κρέας κ' έφυγε από τη θύρα. Κ' ενώ το εκυνηγούσε κ' έφτασε σιμά στον κισσό, βλέπει το Δάφνη, που είχε κρεμάσει στους ώμους το κυνήγι, αποφασισμένος να φύγη κρυφά.

Ποιος είδε το Βεζούβιο Να βγάζη, να ξερνάη Στάχτη και λάβρα και φωτιαίς Και πέτραις 'σά μεγάλα Βουνά ν' ανασηκόνονται Μισουρανής. Και άλλα Εδώ να πέφτουν, κι' άλλα 'κεί, Κι' ο τόπος να βογγάη; Έτσι κι' εκείνοι οι ένδοξοι Σε μόνο το Θεό μας Το μυστικό τους έδειξαν, Κρυφά, κρυφά τους σκάφτουν, Φκιάνουν το μνήμα της σκλαβιάς, Και τη φωτιά ανάφτουν, Που έμελλε να καταπιή, Να πνίξη τον εχθρό μας.

Σαν ποιος νάναι, μωρές γυναίκες, αυτός ο άνθρωπος; Είπε μια. — Ξέρω κι' εγώ; Είπε άλλη. — Σ' αφίνει το έρμο το σκοτάδι να ιδής; Είπε πάλι μι' άλλη. — Νάναι τάχα καένας ξενιτεμένος; Είπε άλλη μια πάλι. — Να είταν ξενιτεμένος· είπε μια άλλη, δε θάρριχνε καένα ντουφέκι, άμα μπήκε στο σύνορο του χωριού μας; Τι διάτανο; Ντίπου στα κρυφά θα μας έρχονταν;

Είπε και όλοι εσυμφώνησαν• κ' έζωσεν ο Οδυσσέας τα κρυφά με τα ράκη του, κ' έδειξε τότε ωραία τρανά μεριά, κ' εφάνηκαν οι ώμ' οι πλατείς, τα στήθη, και οι δυνατοί βραχίονες• η Αθήν' ήλθε σιμά του και του ποιμένα των λαών ελάμπρυνε τα μέλη. 70 εθαύμασαν υπέρμετρα τότε οι μνηστήρες όλοι, κ' εστράφη κάποιος κ' έλεγε κυττώντας τον πλησίον• «Ο Ίρος Άιρος το κακό, 'που θέλησε, να πάθη• του γέρου τα παληόρουχα ιδές μερί, 'που κρύβαν

Εσύ θα με ξεχάσης.... Εγώ όμως θα πεθάνω, να το ξέρης. Σήμερα το κατάλαβα πως θα πεθάνω άμα φύγω μακρυά σου. ΝΙΚΟΣΚουτό κορίτσι που είσαι. Μήπως εγώ δε θάρθω στας Αθήνας για το Πανεπιστήμιο; Θα σου γράφω, θα μου γράφης ωραία γραμματάκια, θα βλεπόμαστε στον περίπατο, καμμιά φορά κρυφά, και ύστερα, σα δεν θέλη ο μπαμπάς σου, ένα αμάξι μια νύχτα και: «Βάρα αμαξά. Στο Τατόι κατ' ευθείαν!» Ε;

Εσύ, φτερουγιαστέ καθάριε λογισμέ μου, Γιατί δε μου τον λες, γιατί δεν μου τον δείχνεις, Γιατί μια ωραία βραδιά κρυφά δε μου τον φέρνεις Σαν όνειρο χρυσό γλυκάτην αγκαλιά μου;

Με τη δύναμι του Βουγιβού και του Νουαρού, ανακαλύπτει όλα τα κρυφά πράγματα. Αν θέλη θα μας πη της πανουργίες της Ιζόλδης της Ξανθής». Από μίσος της ωμορφιάς και της αντρείας, ο μικρόσωμος μοχθηρός άνθρωπος, εχάραξε τα σημεία της μαγείας, έρριξε όλα τα μάγια του, εκύτταξε την τροχιά του Ωρίωνος και του Αυγερινού και είπε: — Χαρήτε, ωραίοι άρχοντες. Αυτή τη νύχτα θα μπορέσετε να τους πιάσετε.

Εκείνη, έπνιξε τους λυγμούς της ανάμεσα εις τας δύο παλάμας των χειρών της και εις τας δύο πλεξίδας της, και με τα δύο κλωνιά του λευκού τλουπανίου εσπόγγισε τα ίχνη των δακρύων της. Ο νέος, ως γείτων, είχε πληροφορηθή τα συμβαίνοντα, και την ηγάπησε κρυφά. Η χάρις του λιγυρού αναστήματός της δεν εξηλείφετο από την άνευ μέσης περιβολήν την οποίαν εφόρει.

ΜΟΥΣΑΡΙΟΝ. Μου ωρκίσθη, μητέρα, εις τας δύο θεάς και εις την Πολιούχον. ΜΗΤ. Και συ, κουτή, τον πιστεύεις και διά τούτο όταν προ καιρού δεν είχε να πληρώση τον έρανόν του εις ένα φιλικόν γεύμα του έδωκες κρυφά από μένα το δακτυλίδι σου και αυτός το πούλησε και τώφαγε; Έτσι σου πήρε και τα δύο περιδέραια τα Ιωνικά, τα οποία σου έφερεν από την Έφεσον ο Χιώτης Πραξίας ο πλοίαρχος.

Τι τραβιέσαι; Σκιάζεσαι και φέβγεις; Τρόμαξες με την πάρα πολλή, με την ξεφρενιασμένη μου την αγάπη; Έλα πάλε στο πλεβρό μου, έλα κι απόψε, πουλί μου. Είναι νύχτα, εσύ που αγαπάς τα κρυφά, και κανένας δε μας βλέπει... Ποιόνα φοβάσαι; Φοβάσαι κανέναν; Και τη νύχτα θέλεις να κρυφτής; Θυμούμαι τι μου είπες. Εγώ τώρα δεν το ξεχνώ. «Έχουμε καιρό.