United States or Costa Rica ? Vote for the TOP Country of the Week !


Κάθε τίμια γυναίκα πρέπει να τον περιμένη και να τον απαντέχη μέρα και νύχτα, για να γίνη το θέλημα του Θεού. «Ιδού ο Νυμφίος έρχεται εν τω μέσω της νυκτός». Τα λόγια ήτανε ωραία και τη μεθούσανε. Ανοίγανε μπροστά της ένα μακρινό δρόμο, και σταπόμακρα του δρόμου, σαν κάτασπρη φαντασία μέσα στο σκοτάδι, ερχότανε ψηλός και λυγιστός και λεβέντης ο Νυμφίος. Όλο ερχότανε και κοντοζύγωνε.

Δεν είχε διακρίνει καλά το πρόσωπο του νέου που ήρθε από τόπο μακρινό, αλλά πρόσεξε την ψηλή του κορμοστασιά και τα πυκνά μαλλιά του που χρύσιζαν σαν τη φλόγα. Και ένοιωθε ήδη κάτι σαν ζήλια επειδή η Νατόλια, η υπηρέτρια του παπά, χώθηκε μέσα στο καλύβι των Πιντόρ και μιλούσε μαζί του. Τι ξεδιάντροπη που ήταν η Νατόλια!

Έδιωξε τους μάγους και τους σοφούς ο Ρήγας και πήρε το μονάκριβό του και τράβηξε σε μακρινό ταξίδι, μήπως και τα θαύματα του κόσμου και οι τέχνες των ανθρώπων, στις ξένες χώρες, αναστήσουν την ψυχή του παιδιού του και δυναμώσουν το κορμί του. Πήρε το παιδί του ο Ρήγας, αρμάτωσε τη βασιλική του φρεγάδα και τράβηξε στο μακρυνό ταξίδι.

Κόρη μου, για δάκρια τώρα δεν ήρθα· έχουμε χρόνους και χρόνους για δάκρια κατόπι. Ήθελα να σου μιλήσω δυο λόγια, κι ώρα πιο βολικώτερη δε θα βρω. Αύριο γίνεται η στεφάνωση, και την άλλη ξεκινάτε για το μακρινό το ταξίδι. Είταν κι' αυτό της μοίρας μου, να γίνη ο γάμος σαν το πουλάκι μου πεταχτός. Και καλά να μισέψετε, λέει, την άλλη μέρα. Ας φαγωθούν τα συκώτια μου εμένα κι ας γίνη το θέλημά τους.

Ένα βουνό από σκόνη μαυρειδερή σέρνεται στο δρόμο, κυλιέται και προβαίνει οκνό, σαν άρρωστο. Ο ήλιος το χτυπά κατακέφαλα και το δείχνει θεριό παράξενο. Η χήτη του κοκκινίζει και καίγεται. Κάποια σημάδια μέσα του σβύνουν και ξαναλάμπουν από στιγμή σε στιγμή, σβύνουν και ξαναλάμπουν σα λεπίδες σπαθιών. Ακούεται βαρύς και βαθύς ο ανασασμός του, βαθύς και βαρύς σα μακρινό μπουμπουνητό.

Το παράπονο από το ακορντεόν του Τσουαναντόνι έφτασε βαθειά στο χάος του πόνου της Νοέμι, σαν ένα μακρινό φως. Το αγόρι τραγουδούσε, συνοδεύοντας τη μουσική του, και η φωνή του θλιμμένη από μια ανέκφραστη μελαγχολία γέμιζε τη νύχτα με γλυκύτητα και λάμψη. Η Νοέμι, γονατιστή ακόμη κοντά στο κάθισμα όπου βρισκόταν το ξόδι της ντόνας Ρουθ, ανασήκωσε το βλέμμα και κοίταξε τριγύρω. Ήταν μόνη.