Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 20 Μαΐου 2025


Μετ' ολίγα δευτερόλεπτα, αφού ανήλθεν εις ύψος ολίγων οργυιών, εκρύπτετο όπισθεν του πρώτου προέχοντος βράχου, κ' εγίνετο άφαντη. Ευθύς κατόπιν οι δύο χωροφύλακες, οίτινες διά να φθάσουν έως το μέρος όπου ευρίσκετο ο βοσκός, ήτο ανάγκη να χαμηλώσουν και διέλθουν το ρεύμα, μεταξύ της πυκνής λόχμηςκαι την περίστασιν ταύτην είχεν επωφεληθή όπως φύγη η Φραγκογιαννούέφθασαν πλησίον του Λυρίγκου.

Εγνώριζεν η Σμάλτω ότι ο βοσκός δεν είχε πλέον μαζί του την φλογέραν να την παίξη όπως άλλοτε και γεμίση τον αέρα πέριξ από μύρια συναισθήματα, από τόσους καϋμούς της γυναικείας καρδίας, τόσας εκφράσεις της ανθρωπίνης αδυναμίας και την συναρπάση. . . Την είχεν εδώ υπό τους πόδας της, ως να είχε την γλώσσαν, αυτήν την φωνήν μιας μαγίσσης και την κατεσύντριβε.

Φρικίασις διέδραμε τα μέλη τους, τους εφάνη, από του ανέμου εκείνου την ριπήν, όστις σαν ζωντανός έξω εσύριζε σύριγμα παρατεταμένον, ως συρίζουν εις τα βουνά οι βοσκοί· ότε ο μπάρμπα-Γιωργός συμμαζεύεται όλος κατακίτρινος κοντά στο στασιδάκι οπού ευρίσκετο όρθιος ο ιερεύς, βαστάζων αυτόν από μίαν πτυχήν του ράσσου του, — Παπά-Κονόμε! Παπά-Κονόμε! Υποτραυλίζει ο βοσκός. Νά! Νά! κύτταξε! Νάτηνε!

Αυτός λοιπόν δεν είπε τίποτε, παρά αφού κατακοκκίνησε, έρριξε τα μάτια του χάμω, δίνοντας τα χαρίσματα. Μα ο Δάμωνας είπε: — Αυτός, αφέντη, είναι των γιδιώνε σου ο βοσκός.

Τη Χλόη τούτη μήτε την έκαμα, μήτε την ανάθρεψα, παρά την εγέννησαν άλλοι· κι αφισμένη μέσα σε σπηλιά Νυμφών την ανάθρεψε μια προβατίνα. Το είδα ο ίδιος· κι όταν το είδα εθαύμασα· κι αφού εθαύμασα την ανάθρεψα· το μολογάει κ' η ομορφιά της, επειδή δε μας μοιάζει καθόλου· το μολογάνε και τα σημάδια, επειδή είναι τόσο πλούσια, που δε μπορεί να τάχη ένας βοσκός.

Μακάρι, άξιος ο μισθός σας, είπε και η θειά τ' Αρετώ. Ο Αγκούτσας δεν ήτο ιδιοκτήτης ποιμνίων, ούτε γεωργός, ούτε καν βοσκός, ούτε οικίαν είχε, ούτε φαμιλιάν. Ήτο πλάνης, άστεγος. Πότε εδούλευε με ημεροκάματον σιμά εις τους κολλήγους, τους καλλιεργητάς, πότε έμβαινε παραγυιός εις τους βοσκούς, διά να φυλάγη τας αίγας.

Και είνε εδικά σου; — Να είχα εγώ αυτήν την τύχη, αφέντη! — Ανήκουν εις άλλον λοιπόν; — Εις άλλον, αφέντη. — Και πόσα σε πληρόνει; — Τίποτε, διά ψωμί, απήντησεν ο βοσκός. — Διά ψωμί; φτωχέ! Και δεν κοπιάζεις; — Κοπιάζω, αφέντη. — Είνε πολλά τα πρόβατα που φυλάγεις; — Τα γίδια, αφέντη. Είνε κάμποσα. — Ως πόσα; — Καμμιά εκατοστύ.

Τι πράμα νάνε αυτό, Αϊγιάννη μ'! Αϊγιάννη μ'! τι πράμα νάνε αυτό! Επανελάμβανεν ο βοσκός, ο γέρω-Αρνάκιας, εις τον άγιον Ιωάννην σ' το Κάστρο, φυλάττων τα προβατάκια του, μη γνωρίζων ότι ο κυρ-Δημάκης, καθώς ήτο λαμπρός αλιεύς των ακρογιαλών την ημέραν, ούτως ηδύνατο να ήναι και την νύκτα. Τότε ιδίως η αλιεία είνε πλουσιοπάροχος, αλλά και πλέον κοπιώδης.

Το βλέμμα του δε προσηλώθη εις σημείον τι του δαπέδου, εξ ου δεν ηδύνατο να το αποσπάση, ως να ήτο διά μαγγανείας κεκολλημένον εκεί. — Πώς σε λέγουν, φίλε μου; τω είπεν ο αρχηγός. — Νικόλα, απήντησεν ο αγρότης. — Έχεις γυναίκα; — Έχω, αφέντη. — Και παιδιά; — Έχω. — Πόσα; — Τρία, με συμπάθειο. — Και τι τέχνην κάμνεις; — Βοσκός, αφέντη.

Αλλ’ ο Οιδίπους, εις τον οποίον δεν είχεν αστράψει ακόμη ολόκληρον το μυστικόν της ζωής του, ζητά να οδηγηθή εμπροστά του ο Θηβαίος βοσκός. Η Ιοκάστη εξέρχεται της σκηνής, ο δε Χορός προοιωνίζεται κακά δια το μέλλον. Και ο Οιδίπους με πείσμα, αδιαφορών εις τας εναντιώσεις των άλλων, μένει προσδοκών τον ερχομόν του δούλου.

Λέξη Της Ημέρας

δυσαρμονικώς

Άλλοι Ψάχνουν