United States or Heard Island and McDonald Islands ? Vote for the TOP Country of the Week !


Ποιος γύριζε να ιδή τέτοιο σκιάχτρο! Οι γειτόνισσες γελούσανε κ' εκείνες και πειράζανε τόμορφο κορίτσι με λόγια και με χωρατά. Μόνο τόμορφο κορίτσι καθότανε μοναχό του κ' έκλαιγε απ' το μεγάλο του κακό. «Τι μου ήτανε γραφτό! έλεγε. Να μ' αγαπήση ένα σκιάχτροΤώπαιρνε σαν καταφρόνια και σαν φοβέρα. Και την έπαιρνε το παράπονο κ' έκλαιγε μοναχή της.

Δε δοκιμάζανε να ξηγήσουν εκείνο που είτανε μονάχα απλό και μέγα. Ξέρανε μόνο πως η μαμά ήθελε να πεθάνη και να τα παραιτήση, αυτό γινότανε μόνο γιατί είταν άρρωστη κι αδύνατη και γιατί δεν μπορούσε να ζήση. Αν τους έλεγε κανείς πως μ' αυτό η μαμά τους έδειχνε πως ταγαπούσε κείνα λιγότερο, θα γελούσανε ή θα θυμώνανε. Τώρα μιλούσαμε για διάφορα πράματα, που δεν τάκουγα.

Ναι, διασκεδάστε, ερωτευτείτε. Γι’ αυτό είναι τα πανηγύρια και τα πανηγύρια περνάνε γρήγορα…… Καθισμένος στη σκιά του τοίχου άρχισε να φτιάχνει τη σούβλα. Οι γυναίκες γελούσανε γύρω του, ο Τζατσιντίνο όπως πάντα ήταν σιωπηλός και φαινόταν να προσέχει στον ήχο του ακορντεόν που γέμιζε με παράπονο και φωνές την αυλή.

Το εσωτερικό του χειλιού είχε το κόκκινο βαθύτερο και βρεμένο, και το απάνω χείλι λευκό και γαργαλιστικό σκιαζόταν από αλαφρό χρυσωπό χνούδι. Τα δύο κορίτσια ή γυναίκεςδεν ήξερε καλάμιλούσανε γλήγορα κι' από τη μιαν ομιλία γλυστρούσανε στην άλλη. Κάποτε που γελούσανε φωτιζόταν οι καμπύλες στο μάγουλό τους. Τα πρόσωπά τους ήτανε μικρότερα από των τριγύρω αντρών, πιο στρογγυλά και πιο πονηρά.

Χορέβανε, γελούσανε, διασκεδάζανε, λαλούσανε για χίλια δυο πράματα, και φυσικά, όπως τυχαίνει στους χορούς και στους σουαρέδες, μεγάλα πράματα δε λέγανε. Να πω την αλήθεια, με πήρε βαριομάρα τρομερή, μου ήρθε μάλιστα και πλήξη.

Γελούσανε γλυκά, γλυκά, Κι' ο ουρανός γελούσε. 'Μιλούσανε, κ' εφαίνονταν Πως έψαλαν πουλάκια. Και μεταξύ τους 'σφίγγονταν, Κ' επέρνανε φιλάκια. Φιλιώνταν και μια μυρωδιά Λιβάνου μου περνούσε. Παρά κοντά τους δεκαφτά, 'Σάν Νύμφαις Ορειάδες, Ερχόντανε γελούμεναις. Ταις έβλεπαν αι Μούσαι Κ' εζήλευαν. 'Στή μέση τους Μια ψιλοτραγουδούσε, Και την κιθάρα έπαιζε. Τι νιάτα!...Τι 'μορφάδες!...