Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 31 Αυγούστου 2025


Τότε παιδία τινά, προσδραμόντα αίφνης εκ του θορύβου, ήρχισαν να ερεθίζωσι κατ' αυτού τους κύνας. Το έν έκραζε·Μη χτυπάς το σκυλί μου! Έν άλλο δεν έχασε καιρόν εις λόγια, αλλά συλλέξαν όσους ηδυνήθη πλείστους λίθους ήρχισε να λιθοβολή διά της τακτικωτάτης μεθόδου τον φεύγοντα.

Εν τη ανησύχω δ' αυτής θέσει εν τη οποία ευρίσκετο, ήρχισαν πάλιν ν' αναγεννώνται, μία προς μίαν αι αιτιάσεις της κατά του Στάθη, όστις επέμεινε να την στείλη με τα γαλιά.

Ο γέρω-Μάρτης εξηπλωμένος, σχεδόν αναίσθητος πλησίον του βαρελιού, με την μακράν φουστανέλλαν του κάθυγρον υπό του οίνου, με οφθαλμούς ημικλείστους, πρόσωπον κατακόκκινον κ' εκ των πολλών ρυτίδων όμοιον προς μεγάλην τομάταν, εδέχετο εις το μεγάλο και ανοικτόν στόμα του τας τελευταίας σταγόνας του οίνου. Οι μήνες ανεκάγχασαν και ήρχισαν να περιπαίζουν αυτόν.

Κατά την αυτήν εκείνην στιγμήν ήρχισαν να σημαίνουν αι δώδεκα εις την παρακειμένην εκκλησίαν, ταυτοχρόνως δε η μαγείρισσα εισήρχετο διά πλαγίας θύρας εις την τραπεζαρίαν, φέρουσα δίσκον πλήρη πινακίων και ποτηρίων. — Με κακοφαίνεται, κυρά μου, είπεν ο ιατρός προχωρών προς την γραίαν, αλλά βλέπεις είναι μεσημέρι και έχω να εξέλθω αμέσως μετά το πρόγευμα.

Τείχη δεν είχον, αλλ' αι οικίαι της εξωτερικής σειράς συνεχόμεναι απετέλουν κυκλοτερές περιτείχισμα, διακοπτόμενον εις έν ή πλείονα μέρη, τα οποία εκλείοντο διά πύλης. Την σήμερον η πύλη εξέλιπεν, αφ' ου ευτυχώς εξέλιπε και η ανάγκη προφυλάξεως και αμύνης. Διά της ανοικτής των ταύτης πύλης τα Κάστρα ήρχισαν βαθμηδόν να εκκενώνται.

Αι γυναίκες ήρχισαν να δειλιώσιν. Η θειά το Μαλαμώ ηρώτα τον παπάν αν δεν ήτο καλόν ν' αποβιβασθώσι και ανέλθωσιν εις την Παναγίαν την Κεχρεάν να λειτουργήσωσιν, όπως εορτάσωσιν εκεί τα Χριστούγεννα. Ο κυρ- Αλεξανδρής ζαλισθείς εζάρωσεν εις μίαν γωνίαν, και οι άλλοι επιβάται μεγάλως ανησύχουν. Μόνον δύο άνδρες δεν εδειλίασαν, ο μπάρμπα- Στεφανής και ο παπά-Φραγκούλης.

Οι λόγοι ούτοι του Διός επρόξένησαν ταραχήν και θόρυβον εις την συνέλευσιν και ήρχισαν να φωνάζουν όλοι• Κεραύνωσε, κατάκαυσε, σύντριψε, εις το βάραθρον, εις τον Τάρταρον όπως τους Γίγαντας.

Οι άνδρες εκάθησαν γύρω 'στη φωτιά, ερροφούσαν τον καπνόν των και έπιναν το θερμόν αρωματικόν ποτόν των, το οποίον μόνοι των παρεσκεύασαν· και ο Ρούντυ είχε το μερτικό του από το ζεστό και ήρχισαν να διηγώνται διά τα μυστηριώδη Πνεύματα της χώρας των Άλπεων, διά τα παράδοξα γιγαντώδη φίδια μέσα εις τας βαθείας λίμνας, διά την νυκτερινήν λεγεώνα των δαιμονίων, που έφεραν τους κοιμωμένους διά του αέρος εις την αλλόκοτον πόλιν Βενετίαν η οποία κολυμβά· διηγήθησαν και για τον άγριον Βοσκόν, που βόσκει τα μαύρα πρόβατά του επάνω εις τα λειβάδια· αν και δεν τον βλέπει κανείς, ακούει όμως το κουδούνισμα, που κάνουν τα κουδουνάκια τους, και τα απαίσια βελάσματα, που κάνει το κοπάδι, κακό προμήνυμα.

Αλλ' εις τι θα του χρησιμεύση αν εμφανισθή εις την επιφάνειαν και παύση να κινήται; ΙΡΙΣ. Η Λητώ πρέπει να γεννήση επ' αυτής, διότι ήδη ήρχισαν να την βασανίζουν φοβερά οι πόνοι. ΠΟΣ. Αλλά δεν αρκεί ο ουρανός δι' αυτόν τον τοκετόν; Και αν δεν αρκή ο ουρανός, η γη όλη δεν δύναται να δεχθή την γένναν της;

Η ειρήνη φαίνετο πλέον βεβαία εντός της αυλής. Πλην αμέσως, την άλλην ημέραν, η Γιάνναινα κ' η κόρη της, η Μήτραινα, η Κατερνιώ, όλαι ευρούσαι ως πρόφασιν το σκούπισμα της αυλής, το λάλημα των πετεινών, ή ό,τι δήποτε, ήρχισαν πάλιν σφοδροτάτην καταφοράν εναντίον της ξένης. Ποτέ αυτή δεν ήκουσε τ' όνομά της. Όλα τα παρεγκώμια, όσα δεν υπήρχον εις κανέν εκδεδομένον λεξικόν, της έρριπτον κατάμουτρα.

Λέξη Της Ημέρας

παραχωρήσουν

Άλλοι Ψάχνουν