Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 17 Ιουνίου 2025
Τελειώνοντας δε το τραπέζι, ο γέροντάς μου μού είπε· θέλω να σου ξεμυστηρευθώ ένα πράγμα, διά να γνωρίσης έως πού αναβαίνει η αγάπη που σου έχω· κάνει χρεία να μισεύσω από το πόρτο του Σουράτ, εδώ και δεκαπέντε ημέρες, διά να πάγω με το καράβι μου εις ένα νησί, εις το οποίον είμαι συνηθισμένος να πηγαίνω κάθε χρόνον· εσύ θέλεις έλθη μετ' εμένα εις εκείνο το νησί, με το να είναι έρημον από τες πολλές παρδάλεις που εις αυτό είναι· ευρίσκονται περισσότερον από διακόσια πηγάδια, από τα οποία βγαίνουν μαργαριτάρια μεγαλώτατα εις το χόνδρος, τα οποία δεν ηξεύρει κανείς παρά εγώ μόνον· ένας γέροντας καραβοκύρης του οποίου ήμουν πιστός σκλάβος, μου εφανέρωσεν εκείνους τους θησαυρούς, και μου έδειξε με ποίον τρόπον ημπορούσα να πλησιάσω εις αυτά τα πηγάδια, με όλον που είναι εκείνα τα θηρία, χωρίς να με βλάψουν.
'Σ τα ξένα ταξειδεύει τώρ' ο άνδρας της· πηγαίνει 'ς το Χαλέπι το καράβι του· κ' εγώ εκεί θα 'πάγω 'ς ένα κόσκινο· θα είμ' ένα ποντίκι με χωρίς ουρά , να κάμω και να κάμω, να της δείξω 'γώ! Β’ ΜΑΓΙΣΣΑ Θα έχης από 'μένα έναν άνεμον. Α’ ΜΑΓΙΣΣΑ Ευχαριστώ. Γ’ ΜΑΓΙΣΣΑ Σου δίδω άλλον ένα 'γώ.
Είτανε πια νύχτα, και δεν μπορούσα να βρω αφορμή να πάγω, ας είναι κι απ' έξω από το σπίτι της, να βρεθώ άλλη μια στιγμή πιο κοντά της. Πάει πια, δε θα την ξαναϊδώ την Ελένη! Και μήτε την ξαναείδα... Δεν ξέρω πώς τα βάσταξε τα βάσανα του μοναστηριού.
— Ενθυμήθηκα ότι κάπου έχω να πάγω, απαντά ο Περδίκης εξάγων το ωρολόγιόν του. Διάβολε! δέκα περασμέναις και ο Ξανθάκης θα με περιμένη. — Τέτοιαν ώραν θα βγης; — Δουλειαίς, αγάπη μου, δουλειαίς, απαντά ο Ιωάννης και εγερθείς λαμβάνει τον πίλον του και την ράβδον του. — Μην αργήσης, να σε χαρώ· ξεύρεις ότι δεν με παίρνει ύπνος πριν έλθης.
Ήλθε πάλιν με το κηράκι του το αναμμένο κ' εστάθη εμπρός μου και μου έφεγγε, και μ' ένα ασημένιο θυμιατό μ' εθυμίαζε με μοσχολίβανον. Σαν αλήθεια, σαν όνειρο. Κ' εκεί που επλησίαζε να σωθή τα κηράκι και να καή το μοσχολίβανον — ω ανέκφραστη στιγμή! — ακούω και μου φωνάζει με ρωμαλέαν φωνήν: — Μη φοβάσαι, Λαλεμήτρο! Ανέβα 'ς τα καπούλια, να σε πάγω 'ς την γυναίκα σου!
Με τα ολίγα γράμματά της, όπως ημπόρεσε το εδιάβασεν η μητέρα. — Ο πατέρας μας γράφει, είπεν επί τέλους εκείνη, ότι έπεσε πάλιν εις το στρώμα πιασμένος από ρευματισμούς, και με παρακαλεί να πάγω να τον περιποιηθώ. Αλλά τώρα να σ' αφήσω εσένα έτσι, ποτέ δεν γίνεται· ούτε να πάρω μαζί μου τον Γιαννάκη... ημπορεί να κρυώση το αβάπτιστο μωρό εις τον δρόμο — ημπορεί να πάθη. — Στείλε την Βασιλική.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν