Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 27 Μαΐου 2025
Δεν είχε πάει δυο βουκέντρες ο ήλιος. Χαιρετισθήκαμε. Κύτταξα ότι κ' εγώ κι αυτή σφίξαμε τα χέρια μας και δε μας έρχονταν να τ' αφήκουμε ο ένας τ' αλλουνού. Στα πρόσωπα είχαμε γίνει κ' οι δυο, σαν το καρπό της κερασιάς όταν ουρμάζει, κατακόκκινοι. Κι όσο τηράγαμε ο ένας τον άλλον κατάματα, τόσο πλειότερο ανάφταν η όψες μας κ' υγραίνονταν τα μάτια. Τη ρώτησα: — Πώς πάει το χτύπημα;
Είπε, κι' εφτύς σηκώθηκε στη μέση ο Πολυποίτης, σηκώθηκε κι' ο Λιονταράς, στεριοδεμένος άντρας, κι' ο Επειγός, και τέταρτος του Τελαμώνα ο Αίας, και στάθηκαν σειρά. Κι' αρπάει ο Επειγός τη σφαίρα, και ρήχνει αφού τη χόρεψε· και γέλασε μαζί του 840 το πλήθος όλο. Δέφτερος ο Λιονταράς τη ρήχνει. Τρίτος την έρηξε ο τρανός του Τελαμώνα ο Αίας με στέριο χέρι, και περνάει κάθε αλλουνού σημάδι.
«Όλα αυτά ανακατεύονταν μέσα στο μυελό μου, το ένα κατόπι τ' αλλουνού, σαν κύμα που ακολουθάει το κύμα, και μάκραιναν ως χίλιες οργυιές την υπομονή μου.
Φτάνει ζούλια να μην είναι στη μέση. Ο νους μπορεί να μισήση όσο θέλει. Να μισήση όμως το νου κι όχι το πρόσωπο. Δυναμώνει ο νους με τέτοιο μίσος, και καλήτερα βλέπει τι σκοπό κυνηγά ο ίδιος, άμα πρώτα καταλάβη ποια είναι η ιδέα του αλλουνού, και διή πως αφτή η ιδέα δεν μπορεί να ταιριάξη με τη δική του.
Εγώ θα σου πω τάχα ποτέ μου πως δεν είναι αδέρφια όλοι του κόσμου οι λαοί; Μήπως δεν το ξέρουμε πως ο καθένας κάτι μαθαίνει, κάτι χαρίζει του αλλουνού; Ίσα ίσα γι' αφτό, παιδί μου, προτού να μιλής, προτού να μας κάμης τον περήφανο, θαρρώ πως πρέπει να γυρέψης να δης τι κρύβγει μέσαθέ του ο δικός σου ο λαός, που δεν το σκάλιξες ως τώρα, και τότες πια να καταλάβης αν από το λαό το δικό σου δεν μπορεί να ξανοίξη ο νους, να πολλαπλασιαστή, που λες, κ' η ψυχή των αλλωνώνε.
Την αυριανή ως τόσο, σα συνέφερε πάλε ο κόσμος, άρχισαν και τα ξανασκάλιζαν και τα ξαναγύριζαν από τη μια κι από την άλλη, να μην είναι τάχα κι άλλος φταιξάρης. Δεν τους έσωνε η Μαζώχτρα. Με τα λόγια λοιπόν του ενού, με τις αβανιές του αλλουνού, αρχίζει κι ανάμεσα στις δυο φαμελιές, Πανάγου και Μιχάλη — όσοι δεν αποδιαβάστηκαν από τα πριν — η αναπόφευγη η λογοτριβή, το καράζι, η ζούλια, το μάλωμα.
Αφτός με λόγια γνωστικά τους μίλησε έτσι κι' είπε «Τ' Ατρέα γιέ, έβαλαν βουλή να σε κακοντροπιάσουν τώρα πια, αφέντη, οι Δαναοί στα μάτια των ανθρώπων, 285 κι' όσα σου τάξανε ξεχνούν ακόμα σαν κινούσαν στην Τροία απ' τ' Άργους νάρθουνε τ' αλογοθρόφα μέρη, να μη γυρίσουν πίσω εξόν σαν πάρουνε το κάστρο· τι σαν ανήλικα παιδιά ή σα γυναίκες χήρες κλαίγουνται ο ένας τ' αλλουνού και πίσω θεν να πάνε. 290 Δε λέω, μπορεί κι' ο άνθρωπος να βαρεθεί στο τέλος τους κόπους, και στο σπίτι του να θέλει να γυρίσει.
Ο καθένας έλεγε τ' αλλουνού σιγανά για το ίσκιωμα, πως το κατάλαβε πως είταν, για το μουλάρι του, που είταν καβάλλα, και για το λάλημα του κυπριού. Οι γυναίκες π' αγαπούνε φυσικά πολύ την κουβέντα λησμόνησαν ότι βρίσκονταν στην εκκλησιά, κι' ούτε άκουγαν τον παπά, που τους έλεγε κάθε λίγο με θυμό: — «Σωπάστε, καταραμένες»!
Βάβω κι' αγγονιά είταν δυο πράγματα στον κόσμο, που το ένα είχε τόσο την ανάγκη τ' αλλουνού, που δε μπορούσε να ζήση το ένα χωρίς το άλλο! Αχ! δόσε, Θε μου! νερό στην κρουσταλλένια κι' αργυρογάργαρη βρυσούλα να ποτίζη τη γέρικη και κουφαλιασμένη βαλανιδιά!
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν