Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 26 Μαΐου 2025


Είδε τη φουστανέλλα του γαμπρού ν' αρμενίζη στις πρασινάδες. Είδε το φεγγοβόλημα των ασημιών της νύφης, τα χτυπητά χρώματα της φουστανοποδιάς να παίξουν στα δροσολουσμένα ρείκια. Άκουσε το γαύγισμα του σκυλιού· των πουλιών το λάλημα. Μιαν άφαντη παλάμη ένοιωσε να σφίγγη δυνατά την καρδιά της. — Πάμε, δόλιε!... αργοψιθύρισε πιάνοντας από το χέρι το βλαχάκι.

Και τέλος κου! κου!. κου!.. πλάκωνε βαρυπατώντας ο κόκκορας — ο κόκκορας ο κουρσάρος κι ο δαμαστής όλης της γειτονιάς. Κ' ήταν σε όλα του αξιόπρεπος· στη στάση του, στο βάδισμα, στο λάλημα και στη ματιά του. Ακόμα στο φαγί του τέτοιος φαινότανε. Δεν έδειχνε πείνα ούτε αχορταγιά. Ταπ! ταπ! ερράμφιζε τ' αραποσίτι κ' έπειτα ψήλωνε το κεφάλι του και βίγλιζε την τάξη στους υποταχτικούς του.

Εγώ επίστευσα ότι να μην έχω άλλον που να με θεωρή και να με ακούη, παρά τον γέροντά μου, μα εγελάσθηκα. Ο Βεζύρης, ο οποίος κατά τύχην εσεργιάνιζεν εις τον μπαχτζέ τότε, ακούοντάς την φωνήν μου και το λάλημά μου επλησίασε προς ημάς. Εγώ βλέποντάς τον εσηκώθηκα διά να αναμερίσω εις σημείον σεβασμού.

Όσο για τα κατόπι τα χρόνια, μπορείς και να τα μαντέψης ως ένα βαθμό. Το παιδί θα σου δείξη τον άντρα. Δε γνώρισα, και πιστεύω μήτε του λόγου σου δε γνώρισες άνθρωπο που του άλλαξε τα καύκαλα ο καιρός. Γεννήθηκα στο σπίτι της Μάννας Μου, σε νησί της Τουρκίας. Είταν αυγή, πρώτο λάλημα πετεινού. Το δικό μου είταν το δεύτερο λάλημα την αυγή εκείνη.

Γύριζε από τόνα πλευρό, ξαναγύριζε από τάλλο, και διώξε, αν μπορής, τα χίλια φαντάσματα που τριγυρίζουν το νου σου σε τέτοια νύχτα! Ένα μονάχο από τα φαντάσματα εκείνα, της Λενιώς μου ο πόνος, έσωνε να μου τον κλέψη τον ύπνο. Ως το πρώτο λάλημα τυραννιούμουνα με τους μικρούς μου τους πόνους.

Τελειώνοντας έως εδώ την διήγησιν του ταξειδιού του ο Σεβάχ θαλασσινός, ομιλώντας πάντοτε προς τους καλεσμένους εις το συμπόσιον, επρόσταξεν έπειτα και εκρότησαν εναρμόνιον λάλημα με τα πλέον μελωδικά μουσικά όργανα, και μετά ταύτα ετελείωσε το συμπόσιον.

Και ακριβώς την ώραν εκείνην, μέσα εις τον πρώτον ύπνον του, ήκουεν ο κυρ-Δημάκης κρότον ελαφρόν ως κλέπτου, εις την θύραν του κοιτώνος του και την φωνήν του μογιλάλου, βάρβαρον, δύσηχον: — Κιμίκρ; κου! κου! — Κιμίκρ! απήντα έσωθεν ο κυρ-Δημάκης εγειρόμενος πάραυτα, ως λαγωός. Και ιδού ηκούετο το πρώτον λάλημα του πετεινού.

ΧΑΙΡ. Αυτή λοιπόν που λέγεις είνε η Αλκυών; Ποτέ εις το παρελθόν δεν είχα ακούσει την φωνήν της και το άκουσμά της μου είνε εντελώς νέον. Αληθώς είνε θρηνώδες το λάλημά της. Και ποίου μεγέθους πτηνόν είνε, ω Σώκρατες;

Πώς να πάη! . . . είπεν αυστηρώς η γραία· ησύχασε τώρα, και συ! . . . Τι θα κάμη! . . . δεν θα βήξη; — Πώς το βλέπεις, μάνα; — Πώς να το ιδώ; . . . Μωρό παιδί είναι . . . να, που ήρθε στον κόσμο κι' αυτό! επρόσθεσε με στρυφνόν και αλλόκοτον ήθος η γραία. Και μετ' ολίγον η λεχώνα απεκοιμήθη ησυχώτερα. Η γραία μόλις έκλεισεν ολίγον τα όμματα την ώραν του όρθρου, μετά το τρίτον λάλημα του πετεινού.

Στην αρχή ώκνευαν· κάποτε γύρισαν να ιδούνε πίσω τους. Έπειτ' αγνάντεψαν ψηλά το διάσελο· τάχυναν το βήμα τους. Το σκυλί γαύγισε πάλι πρόσχαρα, τσαλαπάτησε τα χαμοκλάδια, πήρε πηλαλώντας τον ανήφορο. Τα πουλιά ξανάρχισαν το λάλημα. Τ' ασήμια της λυγερής γέλασαν απάνου της. Η Μητροκούλενα έβαλε το χέρι στα μάτια να ρίξη το φως τους στη διαβάτισσα χαρά.

Λέξη Της Ημέρας

εκάρφωνεν

Άλλοι Ψάχνουν