Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 26 Μαΐου 2025


Να μ' ελεήσης, φίλε, μ' ολίγο μερτικό Από την εισοδιά σου προς ώρας δανεικό. Κι' ερχάμενος ο θέρος, χωρίς να ζημιοθής, Σου δίνω και κεφάλι και κάματον ευθύς. 140 Πολύ καλά, αποκρίθη· μον δεν παρανογώ, Γιατί να μη φροντίσης, ως έκαμα κι' εγώ. Γιατί, κυρ Μύρμηγκά μου, δεν άδιασα στιμή Από το λάλημά μου, κι' αυτή είναι η αφορμή.

Έλα, ω θάνατε, λοιπόν! το θέλει η Ιουλιέτα. Ψυχή μου, έλαλέγε μου. Δεν είν' ακόμη 'μέρα. ΙΟΥΛΙΕΤΑ Ω! είναι 'μέρα! μην αργής· φύγ' απ' εδώ αμέσως. Κορυδαλός είναι αυτός οπού βραχνά φωνάζει και μ' άγριον κελάδημα ξεσχίζει τον αέρα! Το λάλημά του διατί αρμονικόν το λέγουν; Αφού μας φέρνει χωρισμόν, αρμονικόν δεν είναι.

Την ερχομένην ημέραν ετοίμασε το συνηθισμένον συμπόσιον και ήλθον όλοι οι καλεσμένοι και, αφού εξεφάντωσαν εις συμφωνίας και εναρμόνιον λάλημα μουσικών οργάνων, άρχισεν ο πλούσιος Σεβάχ την διήγησιν με τον ακόλουθον τρόπον. &Διήγημα του Δ' ταξειδίου του Σεβάχ Θαλασσινού.&

Χαρούμενο ήταν των τζιτζικιών το λάλημα, γλυκιά και των οπωρικών η μυρουδιά, ευχάριστο και των κοπαδιών το βέλασμα. Θάλεγε κανένας πως και τα ποτάμια τραγουδούσαν, καθώς σιγότρεχαν· πως κ' οι αγέρηδες έπαιζαν φλογέρες, καθώς φυσούσανε μέσα στα πεύκα· πως και τα μήλα ερωτευμένα έπεφταν κάτω· πως κι' ο ήλιος αγαπώντας την ομορφιά, όλους τους ξεγύμνωνε.

Σήμερον η φωνή της ήτο λυπημένη και το λάλημά της μελαγχολικόν. Είχε δίκαιον η πτωχή κίχλα να είναι λυπημένη! Την είχαν πιάσει χθες, και τώρα ήτο κρεμασμένη εις έν κλουβί έξω από το παράθυρον. Και εκελαδούσε τώρα και έκλαιε τα περασμένα, την ελευθερίαν της, τα πράσινα χωράφια, την ανθισμένην γην και το ελεύθερόν της πέταγμα εις τον ουρανόν!

Ακούονταν οι αληχτησιές των σκυλλιών και το κακό το λάλημα του κυπριού «τριγκ... τριγκ... τριγκκκ... » Γι' αυτό δεν ανοίχτηκε πλειο καμμιά θύρα και καμμιά σπλαχνική φωνή δεν προσκάλεσε πλειο τον ξένον σαν πριν: — «Κόπιασε μέσα, ξένε μ', αν είσαι Χριστιανός, κι ό,τι κι' αν είσαι, θαυρής φωτιά να ζεσταθής και ψωμί να χορτά'ης».

Τέλος, μετά ώραν, η γραία, καίτοι εφαίνετο απόφασιν έχουσα να μη κοιμηθή, της ήλθεν ο προδότης ο ύπνος, — ίσως δι' αυτό τούτο, ότι εκύτταζε λίαν επιμόνως την ύποπτον γυναίκα και απεκοιμήθη επάνω εις το τρίτον λάλημα του πετεινού. Το βρέφος εκλαυθμήριζεν ακόμη. Η μάμμη δεν ηγρύπνει πλέον διά ν' απαγγέλλη το μονότονον «Κοι, κοι, κοι

Μα αλλοί εις εμέ, που αντίς αυτή να συντριβή η καρδιά της από το παθητικόν μου λάλημα, εγελούσε και ελάμβανε ηδονήν ομού με μίαν σκλαβοπούλαν που την αγαπούσε. Εγώ αποφάσισα να μείνω εις εκείνο το περιβόλι, και ούτω διά πολλές ημέρες έκανα το ίδιον, και ελάμβανα κάποιαν ευχαρίστησιν να θεωρώ την αγάπην μου, με όλον που ήμουν ένα πουλί.

Παύοντας αυτές επήρεν η κυρά ένα τζιβούρι και το ελαλούσε, τραγουδώντας με μίαν φωνήν τόσον γλυκείαν και ωραίαν, που υπερέβαινε τα ίδια αηδόνια. Ο Κουλούφ ακούοντάς την αγγελικήν της φωνήν και το εύμορφον λάλημά της, δεν ημπόρεσε πλέον να υποφέρη την φλόγα του έρωτος.

Ο καθένας έλεγε τ' αλλουνού σιγανά για το ίσκιωμα, πως το κατάλαβε πως είταν, για το μουλάρι του, που είταν καβάλλα, και για το λάλημα του κυπριού. Οι γυναίκες π' αγαπούνε φυσικά πολύ την κουβέντα λησμόνησαν ότι βρίσκονταν στην εκκλησιά, κι' ούτε άκουγαν τον παπά, που τους έλεγε κάθε λίγο με θυμό: — «Σωπάστε, καταραμένες»!

Λέξη Της Ημέρας

εκάρφωνεν

Άλλοι Ψάχνουν