Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 25 Ιουνίου 2025
Κι έπειτα ο καιρός ήταν φοβερός και δεν μετακινήθηκε από τον τόπο του. Έβηχε, και ένας χαμάλης του έφερνε πότε πότε λίγο ζεστό γάλα. Τι καιρός ήταν; Τι καιρός!» επανέλαβε ο Τζατσίντο και σήκωσε το κεφάλι για να δει γύρω, σαν να ήθελε να βεβαιωθεί ότι η νύχτα ήταν όμορφη.
— Εις εκείνα τα μέρη όπου βόσκεις είνε πολύ παράμερα; Δεν πατούν άνθρωποι εκεί; — Δεν πατούν, αφέντη. — Λοιπόν αυτάς τας ημέρας εύρες κανένα άνθρωπον εκεί; — Ναι. — Και τι άνθρωπος ήτον; — Αν ήτον άνθρωπος, μου εφάνη πολύ άγριος, αφέντη. — Τον είδες μίαν φοράν μόνον; — Τον είδα δύο φοραίς. — Ημέραν ή νύκτα; — Νύχτα και μέρα. — Και ήτον μόνος του;
Αρκεί μονάχα να μη τις δημιουργεί. ΑΝΝΟΥΛΑ Σταύρο, ξέρεις γιαΤι πέθανε η μητέρα; Πέθανε για σένα, από τη μεγάλη αγάπη που είχε για σένα. Για μένα! ΓΙΑΓΙΑ Από τη νύχτα εκείνη, την κακή νύχτα που μας άφησες, έπεσε άρρωστη. Καλή ώρα από τότε δεν είδε. Ένα μαράζι την περιτριγύρισε, και μέρα με τη μέρα έρρεβε. Όλες οι ελπίδες της είτανε σε σένα.
Το Κικίδι σφαλησμένο Σε μικρό κλουβί πλεμμένο Όξω από το παραθύρι Του σπιτιού ενού νικοκύρη, Ελαλούσε πάσα βράδυ Ότι αρχίναε το σκοτάδι· Και μια κάπια Νυκτερίδα Με περιέργειας φροντίδα, Τούτο αφού παρατηράει Το ζυγόνει, το ρωτάει, Για να βγη οχ την απορία, Από πια αφορμή κι' αιτία, Την ημέρα να σιγάη Και τη νύχτα να λαλάη.
Του χωρισμού σου την πληγή πώς να τη βγάλω πέρα, Που να με καίγη αρχίνησε σα φλόγα νύχτα ημέρα; Του χωρισμού σου του πικρού το θλιβερό τον πόνο Μέραις θαρρώ πως τον βαστώ, μον δε βαστώ το χρόνο. Του χωρισμού το μέριμνο στο τέλος θα με σώσει, Και τη ζωή για γλήγορα θελά μ' αποσηκόσει. Κι' ο άλυσος κι' η φυλακή μ' εσένα είναι παιγνίδι. Στο χωρισμό σου μ' έφαγε πικρό και μαύρο φίδι.
Όμως θα φτάση μια μέρα εκεί που του τώταξε η Μοίρα. Και κείνοι που τον απαντέχουν δεν πρέπει ναπελπίζωνται, δεν πρέπει να τον λησμονάνε, μόνο μέρα και νύχτα να ζούνε με την ελπίδα του και την απαντοχή του. Έτσι το θέλει ο Θεός. Το τροπάρι είχε και άλλα παρακάτω. «Και μακάριος ο δούλος, ον ευρήσει γρηγορούντα, ανάξιος δε πάλιν ον ευρήσει ραθυμούντα». Ο παπάς τα είχε ξηγήσει και τα λόγια τούτα.
«Ποιος είσαι, συ, που με φωνάζεις μέσ' τη νύχτα, τέτοια ώρα; — Μεγαλειότατε, είμαι ο Τριστάνος, σας φέρνω μια επιστολή. Την αφήνω κει, στη γρίλλια του παραθύρου. Στείλτε κρεμάστε την απάντησί σας στο κλαδί του Κόκκινου Σταυρού. — Γι' αγάπη του Θεού, ωραίε ανηψιέ, περίμενέ με. Έτρεξε στο κατώφλι και τρεις φορές εφώναξε μέσα στη νύχτα. «Τριστάνε, Τριστάνε, Τριστάνε, υγιέ μου!
Ξύπνησε τον άλλο και του είπε τι είχε συμβεί. «Βλέπεις, Έφις; Πείστηκες τώρα; Το ήξερα ότι προσποιείται. Δεν το είπα αμέσως; Κι εσύ τον κουβάλησες ξωπίσω σου. Νύχτα και μέρα με βασάνιζες μ’ αυτόν. Τώρα θα πάμε να τον καταγγείλουμε∙ θα τον ψάξουμε, θα του λιανίσουμε τα κόκαλα.» Ο Έφις χαμογελούσε. Στο πανηγύρι ήταν σχεδόν ευτυχισμένος.
Το είδος αυτό του πηγαιμού στην εκκλησιά, κάθε φορά, που γίνεται η λειτουργία πολύ νύχτα, δίνει μια καταχθόνια όψη στο χωριό, όψη, που εξυψόνεται σε πραγματική σκηνή του Άδη, από το σκοτάδι, από τες άφλογες λάμψες των δαυλιών κι' από τα φοβερά κι' ακατάπαυτα γαυγίσματα των σκυλλιών, που δεν είναι συνηθισμένα να βλέπουν συχνά τέτοιο θέαμα.
Φεγγάρι λαμπρό είταν στον ουρανό, γλυκειά η νύχτα, οι γρύλλοι νανούριζαν τον ύπνο της. Ο μπουζουκιτζής στάθηκε τότε ολόρθος στη μέση του δρόμου κάτω απ' τα παράθυρα ενός ψηλού σπιτιού.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν