Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 25 Ιουνίου 2025


Ερχόταν η αυγή κ' ελέγαμε: ποτέ να μη νυχτώση! Ενύχτωνε κ' ελέγαμε: πότε θα ξημερώση; Την ημέρα όλοι μαζί· χαρά, τραγούδι, γέλοια. Τη νύχτα μοναχός καθένας, συλλογισμένος, μισάνθρωπος! Ένας του άλλου απόφευγε το συναπάντημα, παρεξηγούσε το βλέμα, με τον παραμικρό λόγο άπλωνε το χέρι στον λάζο σαν να είχε αντίδικο.

Δεν ήταν μέρα χωρίς συφορά και νύχτα χωρίς εφιάλτη. Μα σαν τόνειρο το σημερινό να πάη και να μην έρθη. Είδε, λέει, τον εαυτό του στη θέση του προπάππου του, του Οσμάν. Είχε τα νιάτα και την κορμοστασιά του, την αδάμαστη τόλμη και το πλατύ όνειρό του. Κ' ήταν ερωτεμένος, δυνατά ερωτεμένος με τη γλυκεία τη Μαλχατούν. Κοιμώτανε πλάι στον Εδεβαλή, τον πατέρα της ποθητής του.

Στο τραπέζι αυτό μονάχα ο Γνάθωνας δεν ήλθε, παρά με φόβο έμεινε στο ναό του Διόνυσου και τη μέρα και τη νύχτα σαν παρακαλεστής.

Μάταια γυρεύω να χωρίσω τις μέρες που ακολουθήσανε. Ναι, θα μου είταν κιόλας αδύνατο να πω πόσες είταν. Η νύχτα έγινε μέρα κ' η μέρα νύχτα κ' η ζωή μας είχε ένα σημείο μόνο, που γύρω του τριγύριζε: τη μικρή κάμαρα, όπου είτανε ξαπλωμένος και πάλευε με το θάνατο ο μικρός μας Σβεν, η κάμαρα με τη βεράντα, τη σκεπασμένη από το αγιόκλημα, που γέμιζε τον αέρα με τη μυρουδιά του.

Όχι, είπεν, αφού εσκέφθη προς στιγμήν η γραία. Τώρα κ' η νύχτα αυτή πέρασε. Αύριο βράδυ, πηγαίνω εγώ στο σπίτι, και κάθεσαι συ εδώ. Μόνο, τώρα πήγαινε. Καλό ξημέρωμα! Όλος ο διάλογος εγίνετο εις μικρόν, στενόν πρόδομον, κατέμπροσθεν του θαλαμίσκου, όπου ηκούοντο ηχηροί και πολύχορδοι οι ρογχαλισμοί του Κωνσιαντή.

Όλα τάχω παρατηρημένα. Αν είναι αλήθεια, να μου το πη παστρικά. Δεν έχω δίκιο; Να μου το πη ορθά κοφτά, κι όρκο της βάζω πως τραβιούμαι και φέβγω. Δε με βλέπει πια. Κάλλια τη δική μου τη ζωή παρά τη ζωή τη δική της να χαλάσω, Θα φύγω, θα φύγω. Και μπορώ; Καλή νύχτα! καλή νύχτα! Δε γίνεται έτσι να τυραννιούμαι. Μ' έπνιξε αφτή η καταχνιά. Φτάνει, φτάνει! Γλύτωσα· ο τοίχος τρυπά, φαίνεται ο ουρανός.

Έβρεξε τα δάχτυλά της με λίγο νερό και του το πέταξε στο πρόσωπο, δίχως εκείνος να πάψει να χαμογελάει με τα γλυκά του μάτια γεμάτα από επιθυμία, αφήνοντας να φανούν ανάμεσα από τα κόκκινα χείλη τα άσπρα δόντια του λες και ήθελε να τη δαγκώσει. «Τι αξία έχουν εκατό λιρέτες; Εγώ ξόδεψα χίλιες μέσα σε μια νύχτα και όμως δεν διασκέδασα…

Όλη νύχτα επάλαιβα με τις τρόμπες και ούτε κόπο εκατάλαβα, ούτε κρύο, ούτε νύστα, ούτε τίποτα. Πείσμα μόνον φοβερό, που έλεγα πως ήμουν ικανός να καταπιώ τα πέλαγα. Επατούσα την τρόμπα κ' ενόμιζα πως έβγαινεν άμπουλος το νερό. Μόλις όμως επλάκωσε η ημέρα εκόπηκαν τα ήπατά μου.

Εγώ στο κρεββάτι, οι άλλοι στον πάγκο, ή και κατάχαμα. Τη νύχτα, βρίσκοντας εγώ το κρεββάτι σαν άβολο, σηκώθηκα και πλάγιασα στην άλλη την άκρη του πάγκου.

Είναι αυτό επικίνδυνο; Μάλιστα, είναι επικίνδυνοόλες οι ιδέες, καθώς σου είπα, είναι επικίνδυνες. Όμως η νύχτα είναι κουρασμένη και το φως της λάμπας τρεμοσβύνει. Ωστόσο κάτι ακόμα δεν μπορώ να μη σου το ειπώ. Έλεγες για την Κριτική ότι είναι κάτι τι άγονο.

Λέξη Της Ημέρας

συνέπειαι

Άλλοι Ψάχνουν