Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 25 Μαΐου 2025


Καλήτερα να μην ταπαντούσες μπροστά σου, καλή Σουλτάνα, το ξαθό παληκάρι· να μην τόβλεπες ποτέ καλήτερα... — Αχ! Μέμο ! Μεεέμο ! Μέμο ! Μέμο ! . . Μια βραδιά που ταστέρια ετρεμοφέγγαν ψηλά στα ουράνια, κ' η νύχτα πλάκωνε της γης τα στήθια βαριά, — μυστική θύρα άνοιξε, — ελαφρή τρυγόνα επήδησε, — στη θερμήν αγκάλη του μάγισα έπεσε·εμυροκόπησε η νυχτερινή δροσούλα όξω τα φιλιά τους. . .

Και ο Έφις ένιωθε να τον πλησιάζει ο θάνατος, σιγά σιγά, σαν ν’ ανέβαινε σιωπηλός το μονοπάτι συνοδευόμενος από μια ακολουθία περιπλανώμενων πνευμάτων, από τον ήχο του κόπανου κάτω στο ποτάμι των πάνας, από το ελαφρό φτερούγισμα των αθώων ψυχών που είχαν μεταβληθεί σε φύλλα, σε λουλούδια… Μια νύχτα βρισκόταν σε νάρκη μέσα στην καλύβα όταν ξύπνησε απότομα σαν να τον τράνταξε κάποιος.

Είχε ακούσει πολλά παράξενα στη ζωή του. Έπιασε πάλι την άκρη της μύτης του και την τραβούσε να την κατεβάση στο στόμα, κυττάζοντας το πέλαγο. Όλη τη νύχτα κι' όλη την ημέρα το κρατήσανε τραβέρσο με την τουρκετίνα, αμπάσσο μούδα τη γάπια και τη μπούμα. Η τρούμπα δούλευε αδιάκοπα. Ο καπετάνιος δε ματαφάνηκε στην κουβέρτα. Κάπουκάπου τα βογγητά του έφθαναν ως απάνω. Πονούσε δυνατά.

Τούτη, βλέποντας το Δάφνη κάθε μέρα να περνάη τα γίδια το πρωί για τη βοσκή, τη νύχτα για τη στάνη, επιθύμησε να τον κάνη αγαπητικό της, αφού τον ξεγελάση με χαρίσματα· και κάποτε παραφυλάξαντάς τονε μονάχο και σουραύλι του εχάρισε και κερήθρες και ταγάρι από λαφοτόμαρο· μα δεν ετολμούσε να του ειπή τίποτα, επειδή εμάντευε την αγάπη της Χλόης, γιατί τον έβλεπε πολύ προσκολλημένο στην κόρη.

Ως τόσο άξαφνα, και με τα φτερούγια της αστραπής που τη λένε &Noυ&, από του Κωσταντίνου τη χώρα, την πεντάμορφη σκλάβα, βρεθήκαμε στου Κέκρωπα την ολόχαρη, την αθάνατη την Ακρόπολη. Είναι νύχτα βαθειά, μα το βάθος της λάμπει διάφανο, ξάστερο, καθάριο, αμέτρητο. Λες κι όλου του Άπειρου οι Πλανήτες κ' οι Ήλιοι φανερώνουνται και γλυκοφέγγουν εδώ. Αψηλά, πάντα αψηλά να κοιτάζουμε από τέτοιους τόπους.

Κ' ήτανε πια ο ένας δέκα πέντε χρονών κ' η άλλη μικρότερη δυο χρόνια, όταν ο Δρύαντας κι ο Λάμωνας βλέπουν την ίδια νύχτα τέτοιο όνειρο. Τους φάνηκεν ότι οι Νύμφες εκείνες, που ήτανε στη σπηλιά, όπου η πηγή, όπου βρήκε το παιδί ο Δρύαντας, παράδωσαν το Δάφνη και τη Χλόη σε παιδί πολύ ζωηρό κι όμορφο, που είχε φτερά στους ώμους κ' εκρατούσε σαΐτες μικρές μαζί με δοξάρι.

Κι όταν είχε πια νυχτώσει, εγύριζε κ' η Χλόη το κοπάδι της μαζεύοντάς το με το σκοπό του σουραυλιού· τα γίδια πηγαίνανε μαζί με τα πρόβατα κι ο Δάφνης επερπατούσε πλάι στη Χλόη κ' έτσι εχόρτασαν ο ένας τον άλλο ίσαμε τη νύχτα κ' εσυμφωνήσανε να βγάλουν την άλλη μέρα γληγορότερα τα κοπάδια στη βοσκή· κ' έτσι εκάμανε.

Ο «Ζώης μας» εδώ κι ο «Ζώης μας» εκεί, το πήγαιναν νύχτα μέρα «Το μοναχό μας, τ' αρχοντοπλό μας, το μοσχοαναθρεμμένο μας, το τζοβαΐρ μας». Είχε γιομώσ' η γειτονιά με τ' όνομα του Ζώη, φορτωμένο μ' όλ' αυτά τα χαϊδευτικά χαϊμαλιά. Δεν έμεινεν άλλο τώρα. παρά να χτίση και το περιπόθητο σπίτι ο Ζώης.

Ο παπάς, μια φορά, δυο φορές, άρχιζε να τα χρειάζεται ο άμοιρος· να γίνεται σαν το κερί, να λυώνη. Έπαψε κιόλα να παγαίνη καταμόναχος στο κοιμητήρι. Ημέρα νύχτα εκατακλειώταν σπίτι του κ' εδιάβαζε τάγια του, κ' εδιάβαζε τα ιερά του.

Έχει και μια στενή πλακοστρωμένη αυλή γύρω. Ήτον η 23 Τρυγητή, μέρα τ' Άιγιαννιού, και το μοναστήρι πανηγύριζε. Γι' αυτό τα κελλιά όλα κ' η κρεββάτες του, κι η αποθήκες και τα χαμώγια κ' η αυλή κ' η εκκλησιά ακόμα μέσα ήταν πέρα πέρα πιασμέν' από πλήθη προσκυνητών, οπούχαν συμμαζωχτή εκεί μες απ' τα Γιάννινα κι απ' τα χωριά ολόγυρα. Φτάσαμ' εκεί νύχτα εμείς.

Λέξη Της Ημέρας

αργογλιστρά

Άλλοι Ψάχνουν