Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 25 Ιουνίου 2025


Δε βάσταξε να τόνε βλέπη να κλαίη και πάλι τα πόδια να του γλυκοφιλή, επειδή ήτανε παλληκάρι μεγαλόκαρδο κ' ήξερεν από αγάπης πόνο, παρά τούδινε το λόγο του πως θα τόνε ζητήση, από τον πατέρα του και πως θα τόνε φέρη στην πολιτεία δικόνε του σκλάβο κ' εκείνου αγαπητικό.

Η Μάρω ανέβη την κλίμακα χωρίς ν' απαντήση, ψυχήν ζώσαν, εισήλθε εις το δωμάτιόν της και πεσούσα επί του πατώματος κατάκοπος, άρχισε να θρηνή ως νεκρόν τον αδελφόν της: — Γιάννο! καϋμένε Γιάννο!. . . Ο Γιάννος ήτο δεκαέξ ετών παλληκάρι. Η μήτηρ του, η Ζαχάρω, τον αφήκε πολύ μικρόν, εις τα σπάργανα ακόμη όταν απέθανεν.

Με μαράζωσε η στερηά, βρε παιδιά. Δε βαστώ, θα σαλπάρω, Ναύλο είχε, ναύλο δεν είχε, δε λογάριαζε. — Εγώ θα του δώσω, κι' ό,τι βρέξη ας κατεβάση, έλεγε. Η «Αθηνά» άρχισε να παραπονεύεται Δεν τη σηκώνει το λιμάνι. Γερόντισσα μα παλληκάρι, σαν τον καπετάνιο της.

Η Χλόη, σαν κορίτσι που ήταν, έβγανε αργότερο στη βοσκή τα πρόβατα του Δρύαντα, από το φόβο των άγριων βοσκών. Όταν οι κουρσάροι είδαν παλληκάρι ψηλό κι όμορφο και καλλίτερο από καθετί που θ' άρπαζαν από τα χτήματα, μη δίνοντας πια προσοχή μήτε στα γίδια μήτε στ' άλλα υποστατικά, τον έφερναν στο τρεχαντήρι κλαίγοντας και μην ηξέροντας τι να κάνη και δυνατά τη Χλόη φωνάζοντας.

Και ποιος; ο Ζώης ο Περήφανος, το ζηλευτό παλληκάρι, που θα το είχε τιμή και ευτυχία της να τον πάρη άλλη κοπέλλα . . . «Χοίρος είμ' εγώ; Να, λοιπό, να σου κρεμάσω το ζώο στην πόρτα σου, να μου θυμάσαι! μια για πάντα' είσ' εσύ κακή, να γενώ και εγώ πιο κακός από σένα . . .»

Είμουνα εγώ το βασιλόπουλο που έπρεπε ν' ανοίξω τον πύργο που έκλεινε μέσα τη χαρά. Είμουνα εγώ το παλληκάρι που έμαθα να κάνω το καλό ως και στα μικρούλια τα μερμήγκια, και που προσμένω την πλερωμή τους μια μέρα, σα θα τα χρειαστώ για το τρανό στοίχημα της Πεντάμορφης του κόσμου.

Δεν είνε σύνηθες πράγμα να βλέπη τις άνθρωπον, και μάλιστα χερσαίον, να κολυμβά τολμηρός τόσον πέλαγος, χωρίς να έχη ισχυρούς και σπουδαίους λόγους. Βεβαίως τοιούτος άνθρωπος δεν ηδύνατο να μην είνε παλληκάρι.

Και μετ' ολίγον εγνώριζον και ο Φεζινάνδος και ο Νάγκλι τι ήθελεν ο Ρούντυ. — Είσαι ριψοκίνδυνο παλληκάρι, είπον «αυτό δεν γίνεται! Θα σπάσης τον λαιμόν σου!» — Δεν πέφτει κανείς κάτω, αν δεν το φαντασθή ο ίδιος μόνος του, είπεν ο Ρούντυ.

Μες στης αυγής την όμορφη ροδόλαμψη, μέσα στα πρώτα κελαδήματα των πουλιών προτού ακόμα να φανή η μέρα και να πετάξη η νύχτα, μέσα στ' ατέλειωτα λαλήματα των κοκόρων του χωριού, τ' όμορφο και καλοκαμωμένο παλληκάρι, ευχαριστεί και σφίγγει δυνατά το γεροντικό χέρι του ψωμοδότη του, καβαλλικεύει στ' άλογό του ανόρεχτα, με τη ψυχή γεμάτη απόνα αίσθημα παράξενης λύπης, και παίρνει σκυφτό το δρόμο του.

ΧΟΡΟΣ Τον είδα, έχει γεννηθή• είν' ένα παλληκάρι ο νηός, όπου του έδωκε για γυιό του ο Λοξίας. ΧΟΡΟΣ Την ώρα που άνδρας σου απ' το ναό θα βγαίνη, αυτός, που πρώτον ήθελε μπροστά του απαντήση, θα είν' ο γυιός που ο θεός Λοξίας τούχει δώση. ΚΡΕΟΥΣΑ Αλλοίμονο μου! άτεκνη, άτεκνη εγώ θα μείνω, κι' ωρφανεμένο κ' έρημο θα κατοικήσω σπίτιόλη μου τη ζωή.

Λέξη Της Ημέρας

στριφογυρισμένα

Άλλοι Ψάχνουν