Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 21 Ιουνίου 2025
Εκεί κοιμάται η ευτυχία μας, που μια φορά είτανε μεγαλήτερη από την ευτυχία άλλων. Εκεί κάτω από το χώμα είναι σκλαβωμένη η ψυχή της γυναικός μου, δεμένη με μαγικά δεσμά και καμιά αγάπη δεν μπορεί να την ξαναφέρη πάλι απάνω στη γις. ΜΕΡΟΣ ΤΡΙΤΟ Έχουμε αιώνια μόνο το χαμένο Ένρικ Ίψεν Τίποτες απ' όσα περίμενα και φοβόμουνα δεν άργησε ναρθή.
Η Έστερ και η Ρουθ είναι στο πανηγύρι….» «Έχει πανηγύρι;», είπε σηκώνοντας το ποδήλατο που επάνω του ήταν δεμένη μια σκονισμένη βαλίτσα. «Α, ναι, θυμάμαι: το πανηγύρι της Παναγίας του Ριμέντιο. Α, μάλιστα…..» Του φαινόταν να αναγνωρίζει το μέρος που βρισκόταν. Να το υπόστεγο της αυλής που τόσες φορές έφερνε στο νου της η μητέρα του.
Μία πεταλούδα όμως επέταξε πολύ κοντά εμπρός της, τα πτερά της ήσαν στολισμένα με πολλά χρώματα και έλαμπεν όλη, σαν να ήτο κεντημένη με πετράδια. Επετούσεν ελεύθερα από άνθος εις άνθος. — Τι ευτυχής είνε αυτή· ημπορεί και πηγαίνει, όπου θέλει, και εγώ κάθομε εδώ ριζωμένη, δεμένη σ' αυτήν την γωνιά, τι κρίμα που δεν εζήτησα να γίνω πεταλούδα.
Ο λιμήν ήτο πλήρης πλοίων, η δε λέμβος μας δεμένη διά σχοινιού επί των βράχων επερίμενε κενή του πλοιάρχου την επιστροφήν. Με τους οφθαλμούς επ' αυτής προσηλωμένους εσκεπτόμην τι θα γίνωμεν αν ο πατήρ μου ασθενήση, και ενθυμούμην τον πύργον μας και τον αναπαυτικόν εκεί κοιτώνα του, ότε είδα αίφνης νέον Σπετσιώτην πλησιάζοντα προς ημάς. ― Καλώς ωρίσατε, Χριστιανοί. Από την Χίον έρχεσθε;
«Έλα και πάρε, βασιλιά, τούτη μου τη φλογέρα πούν' ώμορφη, γλυκόφωνη και με κερί δεμένη, γιατί απ' τον τόσον έρωτα στον Άδη κατεβαίνει ο Δάφνις που τα βώδια σου βόσκει εδώ πέρα, ο Δάφνις που τις δαμαλοπούλες σου, τους ταύρους σου ποτίζει». Πάψετε, Μούσες, πάψετε ταγροτικό τραγούδι.
'Σ τα πέτρινα πεζούλια της, πούχαν φυτρώσει χόρτα. 'Εκάθονταν μια λυγερή με το σταμνί 'ςτά χέρια. Αμίλητη κυττάζει Του Κόσμου το ξημέρωμα, δίχως ούτ' ένα γέλοιο Γλυκό 'ςτά κοραλλένια της τα χείλη να χαράζη. Λες κ' έτσι ατέλειωτο όνειρο τήνε κρατεί δεμένη .... Ο Ήλιος βγήκε 'ςτήν κορφή. Του Κόσμου είδε την άκρη, Και πήρε τον κατήφορο 'ςτά δέντρα αγάλια-αγάλια.
ΣΩΚΡΑΤΗΣ Το λογισμό σου μη τον φέρνης εσύ πάντα γύρω από τον εαυτό σου• άφ' τη σκέψι απ' τον αγέρα νάρθη ψηλοκρεμαστή, — σαν το μπούρμπουλα δεμένη απ' το πόδι με κλωστή. Βρήκα μια καταστροφή για τη δίκη, πιο σοφή, οπού και συ επίσης μ' εμέ θα συμφωνήσης. ΣΩΚΡΑΤΗΣ Και ποια λοιπόν απ' όλες; ΣΤΡΕΨΙΑΔΗΣ Εις τους φραρμακοπώλες είδες την πέτρα την καλή, τη διάφανη, που την φωτιάν ανάφτουν;
Είπε, και μ' ένα πήδημα τον άδραξε απ' τη φούντα, κι' έστριψε και στων Αχαιών το μέρος τον τραβούσε. 370 Και τ' ολοκέντητο λουρί τον έπνιγε από κάτου απ' τα καλόθρεφτα λαιμά, που τεντωτό κρατούσε τη χάλκινη περκεφαλιά δεμένη στο πηγούνι.
— Η Πούλια έγυρε να βασιλέψη, είπε σιγά-σιγά, κλείνοντας τα μάτια. Έγνοιες μου κοιμηθήτε, να ξυπνήσωμε πάλι την αυγή... — Καληνύχτα, Στρατή, καληνύχτα. Όλη την ημέρα — ανήμερα του Χριστού — η «Μαχώ», η βάρκα του Στρατή, σάλευε μοναχή της, δεμένη στον ξύλινο μώλο. Ο Στρατής το Στοιχειό δεν είχε φανή καθόλου στο γιαλό. Δεν ήτανε η μεγάλη σκόλη που τον κράτησε μακρυά απ' τη βάρκα του.
Και γι' αυτό μπορώ να πω ακόμα: Ευλογημένη ας είναι η ζωή κι ό,τι έδωσε αυτή! Μα να την ευλογήσω για ό,τι πήρε, μου είναι αδύνατο. Μα αυτό δεν έγινε ποτέ. Δε θυμούμαι πότε το παρατήρησα, γνωρίζω όμως πως η εντύπωση είναι τόσο στενά δεμένη με την ανάμνηση της γυναικός μου, ώστε τώρα πιστεύω πως δεν την είδα ποτέ μόνο με τη λάμψη της ευτυχίας και της νιότης.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν