Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 24 Μαΐου 2025


Έπεσε πληγωμένος από τα ξίφη των κατοίκων των Δελφών και του ξένου που ήλθεν από τας Μυκήνας. ΧΟΡΟΣ Ε, ε! Τι θα γίνης τώρα, γέρον! Μην αφήνεσαι να πέσης!... Κρατήσου!... ΠΗΛΕΥΣ Δεν είμαι τίποτε πλέον. Εχάθηκα. Δεν έχω πλέον φωνήν. Τα μέλη μου παραλύουν. ΑΓΓΕΛΟΣ Άκουσε, αν θέλης να εκδικήσης τους ιδικούς σου, και κράτησε τας δυνάμεις σου.

» Η Ρώμη βύει τα ώτα· η οικουμένη σε περιγελά. Και εγώ δεν θέλω πλέον να ερυθριώ διά σε. Δεν θέλω πλέον, δεν ημπορώ πλέον! » Ο κρωγμός του Κερβέρου, όμοιος προς το άσμα του, φίλε μου, δεν θα ήτο ολιγώτερον ενοχλητικός δι' εμέ, διότι ουδέποτε υπήρξα φίλος του λεγομένου Κερβέρου και δεν έχω την υποχρέωσιν να εντρέπωμαι με την φωνήν σου.

Εψέλλισεν η μήτηρ, αποτεινομένη προς την κόρην της, ήτις ακούσασα μέσα εις τον ύπνον της την γνωστήν φωνήν του και αναμνησθείσα τας ημέρας τας καλάς του έρωτος και της ευτυχίας, επετάχθη από το στρώμα και έτρεξεν εις το τρυπημένον παράθυρον, ακροωμένη το παθητικόν άσμα και την ωραίαν φωνήν του, την μελωδικήν και απατηλήν, με την οποίαν την πρώτην φοράν την είχε γελάσει την ωραίαν κόρην ο μονόχειρ πλην μάγος μνηστήρ εκείνος.

Και το είχε φέρει ο κολλήγας του προ μιας ημέρας, ο Κομποδήμος, εμφανισθείς πρωί-πρωί φορτωμένος με ένα σακκάκι δεμένον επάνω καλά περί τον λαιμόν. — Γεια-χαρά σας! εφώνησεν ο Κομποδήμος με την έρρινον οξείαν φωνήν του, ηχούσαν ως γκάιδας ήχον. Και απέθεσε το σακκάκι με προσοχήν εις τα σανίδια του πατώματος.

Αφού επέρασεν αρκετή ώρα της νυκτός προς το μεσονύκτιον ήκουσα μίαν φωνήν, που εφαίνετο ότι ήτον ανθρώπου, που ανέγνωθε το βιβλίον του μεγάλου Προφήτου.

Ρίγος έπεσεν επί πάντας αυτούς καθώς ο Ιησούς ύψωσε τους οφθαλμούς, και ευχαρίστησε τω Θεώ επί τη επικειμένη κυρώσει της δεήσεώς Του. Και τότε, υψώσας εις τους καθαρωτάτους τόνους την φωνήν εκείνην της φοβεράς εξουσίας, και εκφέρων, ως σύνηθες παρ' αυτώ εις τοιαύτην ευκαιρίαν, τας συντομωτάτας φράσεις, έκραξε: &«Λάζαρε, δεύρο έξω!»&

Αλλά τότε πώς να εξηγήσωμεν την χαμηλήν φωνήν, τον εξαιρετικώς χαμηλόν τόνον των μυστηριωδών λόγων τους οποίους η κυρία αύτη επανελάμβανεν εν βία, όταν τον απεχαιρέτα; — Ενίκησες! . . Μίαν ώραν μετά την ανατολήν του ηλίου . . . θα ενωθώμεν! . . . Έστω! . . . Ο θόρυβος είχε καταπαύσει. Τα φώτα απεμακρύνθησαν και εξηφανίσθησαν εις το εσωτερικόν των ανακτόρων.

Άμα τον έβλεπεν ο Μανώλης, έφευγεν ως αγρίμι και εκραύγαζε κλαίων: — Δε θέλω γράμματα! Δε θέλω! Εφοβέριζε δε ότι, αν ο πατέρας του επέμενε, θα έπεφτε να σκοτωθή εις την παρακειμένην χαράδραν. Και είχε τόσην ειλικρίνειαν εις την φωνήν και τόσην αποφασιστικότητα εις το βλέμμα, ώστε ο Σαϊτονικολής εφοβήθη ότι, αν επεχείρει να μεταχειρισθή βίαν, θα εξετέλει την απειλήν του.

Ο βασιλεύς θεωρώντάς με με προσοχήν λέγει του περιβολάρη· είνε αλήθεια ότι αυτός ο δούλος σου λαλεί το τζιβούρι, και τραγωδεί με πολλήν νοστιμάδα; Ναι, ω βασιλεύ, του απεκρίθη ο γέρων έχει μίαν φωνήν που λογιάζω παρόμοια να μην ηκούσθη. Εγώ είμαι περίεργος να τον ακούσω, απεκρίθη ο Σουλτάνος, ας ιδούμεν εκείνο που ηξεύρει να κάμη.

ΧΑΙΡ. Αυτή λοιπόν που λέγεις είνε η Αλκυών; Ποτέ εις το παρελθόν δεν είχα ακούσει την φωνήν της και το άκουσμά της μου είνε εντελώς νέον. Αληθώς είνε θρηνώδες το λάλημά της. Και ποίου μεγέθους πτηνόν είνε, ω Σώκρατες;

Λέξη Της Ημέρας

παρακόρη

Άλλοι Ψάχνουν