United States or Fiji ? Vote for the TOP Country of the Week !


Ορίστε, κύριοι, στο κόττερο! Και η κραυγή του καπετάν-Νικολάκη·Θα κοτσάρουμε και τη μπαντέρα, κύριοι!

Πέντε μόνον σακκούλαις αλεύρι της άφησε της Θωμαής εις το μικρό μαγαζάκι του ο Λαλεμήτρος, και μισό σακκί ρύζι· και σ' ένα ζεμπιλάκι έως τρεις οκάδες χαρούπια· και ανεχώρησε. Πάει, λέει, 'ς τον Βόλο, να ψωνίση πράγμα, λέει, με του καπετάν Ηλία το κόττερο. Να ψωνίση αλεύρια, λέει, γιατί εφέτος είνε λαδιά, και οι αργάταις των λαδαριών είνε φαγάδες, λέει.

Ορίστε, κύριοι, στο κόττερο! Κύριε Αλικιάδη! κύριε Αβαρίδη! θα ισσάρουμε και μπαντέρα μες το λιμάνι . . . Την ιδίαν στιγμήν ο Λάμπρος ο Βατούλας ήρχισε να νεύη απελπιστικώς και να χειρονομή από της πρύμνης προς τον νεαρόν ναυτικόν, αποτρέπων αυτόν.

Τέλος, όταν έφτιασε το κόττερο ο Μήτρος, όστις ήτο δεύτερος ανεψιός του, τον προσέλαβεν ως τακτικόν συμπλωτήρα άμα και νηοφύλακα. Προς τι να υποχρεώνεσαι, του είπε, «μπάρμπα», να κοιμάσαι στο ξένο κατώγι, αφού «καλλίτερα για σένα» σ' έδιωξεν η γυναίκα σου; έλα να κοιμάσαι μέσ' το κόττερο, κάτω στην πλώρη, που κάνει μεγάλη ζέστη, ζέφκι και καλοπερασιά.

Μόνον οι δύο πλοίαρχοι, από τα παράθυρά των, πάραυτα ενόησαν και αφήκαν διπλήν κραυγήν. — Πάει το κόττερο! είπε μετ' αληθούς πόνου ο Νικόλας. Κρίμα 'στο. Κρίμα 'ς! — Τύφλα! είπεν ανάλγητος, αυστηρός τιμητής ο Στέργιος. Το πρωί όλοι έμαθον ότι η τρικυμία εξέσυρε τας αγκύρας του μικρού κοττέρου, και το πλοίον εγένετο άφαντον, μαζύ με τον Κώτσον τον Φραγκούλαν, τον μόνον επ' αυτού ναυβάτην.

Συγχρόνως ο Λάμπρος ο Βατούλας απελπισθείς ότι θα τον ενόει ποτέ αυτός ο «χονδροκέφαλος», ο Νικολάκης το Τρυποκαρύδι, έστρεψε τα νεύματα και τας χειρονομίας του προς τους εν τη άλλη λέμβω, και ήρχισε να τους χαιρετίζη με το καπέλλον, με το μανδήλιον και με την φωνήν: — Καλώς, ορίστε, κύριοι! Ορίστε στο κόττερο! κύριε Γεροντιάδη! κύριε Καψιμαΐδη! κύριε Χαρτουλάριε! ορίστε!

Ούτοι ενόησαν τι εσήμαινεν η κραυγή ή ο κρότος αυτός. Ο είς εφώναξε προς τον γείτονά του·Ποιος να πάη, καπετάν-Στέργιο, να φωνάξη αυτόν τον Μήτρο, τον νειόγαμπρο; Δεν το βλέπω καλά το κόττερο. — Ποιος να πάη, καπετάν-Νικόλα! απήντησεν απαθής ο Στέργιος. — Αλοί-α στον καϋμένον τον Φραγκούλα! είπεν ο πρώτος ομιλήσας. Οι δύο ναυτικοί ήσαν με τα νυκτικά των.

Κι' αυτός δεν είχε το σήμερον ουδ' ένα κόττερο, μόνον ήτον αναγκασμένος, μ' αυτήν την παληόβαρκαν, ν' αγωνίζεται να πορισθή τον άρτον της οικογενείας του. Και είχεν «οίκοι» δύο αδύνατα μέρη, εν ώρα γάμου, και οι γαμβροί, κατάλαβες, το-σήμερον, γυρεύουν πολλά! Σπίτι, αμπέλι, ελαιώνα, παληοχώραφα, τα χρειαζούμενα του σπιτιού όλα, και το μέτρημα χωριστά.

Το κόττερο του καπετάν Ανδρέα που εγλύτωσε σε μια σοροκάδα, σαν αυτή τώρα· γολέτα του καπετάν Μαΐστρου φορτωμένη κάρβουνα ολίγον έλειψε, να καή όταν έπιασαν φωτιά τα καρβουνάδικα στην Πόλι· η βάρκα του μπάρμπα Γιαννιού, οπού ανετράπη έξω από το λιμάνι από ένα σαγανάκι και δεν έπαθε τίποτε· όλα ήσαν εκεί εις την Παναγίαν την Λημνιάν αναθήματα.