United States or Poland ? Vote for the TOP Country of the Week !


Αλλά το αίσθημα της αυτοσυντηρήσεως είναι ανώτερον του ελέους, ο δε φόβος εξεγείρει εις του αμαθούς την καρδίαν του θηρίου τας ορμάς... Εκεί μας διέκοψαν αι Κυρίαι. Η εσπερινή δρόσος τας εδίωξεν από τον εξώστην. — Ακόμη εις τα σκοτεινά κάθησθε, ανέκραξεν η αδελφή μου. Ο Παππά- Σεραφείμ θα σας λέγη κανέν νόστιμον παραμύθι. Δεν μας το λέγετε και ημάς, να διασκεδάσωμεν;

Τέλος, όταν έφτιασε το κόττερο ο Μήτρος, όστις ήτο δεύτερος ανεψιός του, τον προσέλαβεν ως τακτικόν συμπλωτήρα άμα και νηοφύλακα. Προς τι να υποχρεώνεσαι, του είπε, «μπάρμπα», να κοιμάσαι στο ξένο κατώγι, αφού «καλλίτερα για σένα» σ' έδιωξεν η γυναίκα σου; έλα να κοιμάσαι μέσ' το κόττερο, κάτω στην πλώρη, που κάνει μεγάλη ζέστη, ζέφκι και καλοπερασιά.

Επίστρεψον λοιπόν εις την οικίανΚαι ο μεν Περίανδρος με τοιούτους λόγους προσεπάθει να τον καταπραΰνη· εκείνος δε ουδέν άλλο απεκρίθη ή ότι ώφειλε να πληρώση τι πρόστιμον εις τον θεόν διότι τω ωμίλησεν. Ιδών δε ο Περίανδρος ότι το μίσος του υιού του ήτο αμείλικτον και ακατανίκητον, τον εδίωξεν από τους οφθαλμούς του και τον έστειλε με πλοίον εις την Κέρκυραν, της οποίας τότε ήτο κύριος.

Τότε εισέρχεται ο έντιμος Α . . . , βγάζει το καπέλλο του, ενώ με προσβλέπει, έρχεται κοντά μου, και λέγει σιγά σιγά: — Σου συνέβη κανένα δυσάρεστον: — Εμένα; είπα. — Ο κόμης σε έδιωξεν από την συντροφιά. — Να την πάρη ο διάβολος! είπα· ευχαριστήθηκα που βγήκα εις τον καθαρόν αέρα. — Καλά, είπε, που το παίρνεις ελαφρά!

Τέλος ο Περίανδρος, πλήρης οργής, τον εδίωξεν από την οικίαν. Αφού δε τον εδίωξεν ηθέλησε να μάθη από τον πρεσβύτερον τι είχεν ειπεί εις αυτούς ο Προκλής· ο νεανίας τω διηγήθη την φιλόφρονα υποδοχήν του πάππου του, αλλ' ουδεμίαν μνείαν έκαμε των λόγων τους οποίους είπε προπέμπων αυτούς, διότι ούτε τους ενθυμείτο.

Αμ' τι λογής δα! ανεφώνησεν εκείνη σχεδόν δακρύουσα. — Εγώ θυμούμαι καμμιά φορά εκείνη την σεισουράδα, που του έδωσε μια κλωτσιά και τον έδιωξεν από το δωμάτιό μας, και λέγω να είχα ένα χέρι απ' εδώ ως στην Πόλι, να του δώσω μια στο θηλυκό του πρόσωπο. Και συ με λες να τον διώξω εγώ με τα χέρια μου; Κείνος, βλέπεις, άφησε την μητέρα του και ήρθεν εις εμένα.

Με τέτοια λόγια θέλησα να τους καταπραΰνω. 70 εκείνοι έμειναν άφωνοι, και απάντησε ο πατέρας• «γκρεμίσου ευθύς απ' το νησί, όνειδος των ανθρώπων. τι κρίμα τώχω να δεχθώ ή να ξεπροβοδήσω άνδρα, 'που οι μάκαρες θεοί μισούν και κατατρέχουν• γκρεμίσου, αφού 'δω σ' έστειλεν η οργή των αθανάτων». 75 είπε και μ' έδιωξεν ευθύς, κ'εγώ βαρειά βογγούσα.

Τρέχει αυτοπροσώπως ο ίδιος μετά τινων πεζών και ολίγων εφίππων και προκαταλαβών έν μέρος όπου εστένευεν αρκετά ο δρόμος, εκτύπησεν, οπισθοδρόμησε και εδίωξεν εις τα οπίσω τους εχθρούς, αφ' ού τους επροξένησεν ικανήν ζημίαν.

Η Γραφή τουλάχιστον μας διδάσκει ότι ο Αδάμ, παρασυρθείς υπό της μωράς ελπίδος να γίνη όμοιος με τον Πλάστην του παρέβη τας θείας αυτού εντολάς· ο δε Θεός προς τιμωρίαν της απειθείας του εδίωξεν αυτόν του Παραδείσου, τον εστέρησε της αθανασίας, και μη αρκεσθείς εις τούτο προσέθεσε το σκώμμα εις την ποινήν, λέγων εις αυτόν, ενώ ίστατο ενώπιον του τρέμων, γυμνός και κατησχυμμένος «Ί δ ο ύ Α δ ά μ γ έ γ ο ν ε ν ω ς ε ι ς ε ξ η μ ώ ν! όπερ κατά τον Αγ.