United States or Norway ? Vote for the TOP Country of the Week !


Κρύος ίδρωτας μ' επήρε. Άρχισαν να θολώνουν τα μάτια μου. — Στο Θεό σου. καπετάνιε, του λέγω· έχε υπομονή. Να φέρουμε μια βόλτα πάλι. Ούτ' εκείνος όμως, ούτε οι λαμνοκώποι με άκουαν. Το καΐκι εγύρισε κ' έφευγε για το λιμάνι βαριεστισμένο κ' εκείνο. Εγώ κρεμασμένος από την κουπαστή δεν έπαυα να κυτάζω ζερβόδεξα, με καρδιοχτύπι μεγάλο, σαν να εζητούσα της μάνας μου τα κόκκαλα. Μάταια όμως!

Έπεσε αμέσως ανάστηθα από το δεινό καρδιοχτύπι. Φαινότανε σα σκοτωμένος ο ίδιος. Σαν πήρε μερικούς ανασασμούς και συνέφερε, λογιάζει δίπλα του και λείπει ο Δημήτρης. Δεν πήγε αμέσως ο νους του στο σκοπό του Δημήτρη. Ανασηκώνεται να κοιτάζη κάτω στο μονοπάτι, και βλέπει του δόλιου του Πανάγου το κεφάλι ξέχωρο από το κορμί, και το Δημήτρη που σκάλωνε πάλι τους βράχους.

Κοιμάται ακόμα η Αρβανιτιά, χορτάτη, αποσταμένη, Μεςτην πυκνή τη χλωρωσά. Τόσαις χιλιάδαις κόσμος, Κι' ούτ' ένα όνειρο γλυκό, ούτ' ένα καρδιοχτύπι! 'Σ του ύπνου της τη συγνεφιά δεν έλαμπαν ελπίδαις, Δε φέγγει πόθος μακρυνός. 'Σ τα μάτια της μαυρύλα Καιτην καρδιά της ερημιά.

Και εκεί που τέτια ήλεγε το φόβο να ξεχάση, Το καρδιοχτύπι το βαρύ να χαμοησυχάση· Και ο Μπάκακας ακλούθαγε να κάνη το ταξίδι, Σιμά τους φανερόνεται, και τους ξαφνίζει, φίδι, Που με κεφάλι σηκωτό μες το νερό αγληστράει, 185 Και πέρα δώθε πλέοντας το δρόμο του τραβάει. Ενέκροσαν τα μέλη τους ευτύς που το δικούνται, Και το κακό τους ριζικό με τρόμο συλλογιούνται.

Τι πόρτο άτιμε! τι λιμάνι μου λες; Νομίζεις πως θα με γελάσης. — Όχι, σου λέγω πατέρα· είνε πόρτο μπροστά μας. Ο Βαλμάς δεν ήθελε να πιστέψη καθόλου. Απελπισμένος όμως έδραμε στο δοιάκι, έβαλεν όλη του τη δύναμι με φριχτό καρδιοχτύπι στα στήθη, με την ψυχή κουρασμένη από την προσδοκία και την αβεβαιότητα. Μα τίποτα δεν ξεχωρίζει πουθενά.

Αχ! και πώς να μην το συλλογιστώ αμέσως; Ενενήντα δυο χρονώ γέρος. Εκείνος θα πεθάνη! Ήρθε η ώρα του. Ήρθε! ήρθε. Και πάει ο γέρος. Είδες πώς χωράτεβε, πώς έπαιζε κάτω στο τραπέζι μαζί μας; Ο Χάρος πίσω του στεκότανε και στραβοκοίταζε. Θα παλαίψη ο γέρος· είναι σαν το σίδερο. Μα τι θέλεις πια; Σώπασε το καρδιοχτύπι. Τι; Έγινε κιόλας; Να που ξαναρχίζει. Τι καρδιοχτύπι τρομερό!