Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 26 Μαΐου 2025


Εκεί, ακούω από μερικές γυναίκες κάτι φωνές, που έλεγαν η μια με την άλλη·Στην Εύρεσι!... είνε ώρα... πάμε στην Εύρεσι! — Η Περιστέρα... στην Εύρεσι... στην σπηλιά.

Καθ' όσον μάλιστα, εις εμέ τουλάχιστον, είναι πάντοτε από όλα τα πράγματα το πλέον ευχάριστον να ομιλώ εγώ ο ίδιος διά τον Σωκράτην και ν' ακούω άλλον να ομιλή δι' αυτόν και ούτω να τον φέρω εις την ενθύμησίν μου. Εχεκράτης.

Τώρα μεν ακούω τας στοναχάς του σφαζομένου Αγαμέμνονος· τώρα δε τον γόον του αυτοκτονούντος Αίαντος και αύθις τους ολολυγμούς της Ηλέκτρας· και νυν τον κλαυθμόν τον ακατάσχετον του Πέτρου, και πάλιν της Μαγδαληνής τους λυγμούς. Περιβαλλόμεθα πάντοθεν υπό της σκοτίας και κατευθυνόμεθα εις αδιόρατον σκότος. Η πυξίς μόνη μας οδηγεί, και των άστρων η τρέμουσα φεγγοβολή.

Το βάσανό μου αυτό εβάσταξε, λέγει, ως το ηλιοβασίλεμα, και τότε όλοι μαζί έφεραν το κεφάλι μου και το έθαψαν πίσω από της Παπαντής το Άγιο Βήμα· και θάφτοντας ετραγουδούσαν και μου έλεγαν: — Στην άλλη ζωή!... στην άλλη ζωή!.... Μέσα στο καταφώνιασμα εκείνο ακούω μια φωνή να μου φέρνη το αέρι: — Ε από το μπάρκο!...ε!...

Ώστε που μετέπειτα έλαβα ένα από τα ψωμιά μου, και έφαγα και έπια και νερόν, και μετά ταύτα έζησα μερικές ημέρες· και όταν τα έσωσα, εστοχαζόμουν ότι τότε εξ ανάγκης έπρεπε να αποθάνω, και δεν εκαρτερούσα άλλο, παρά τον θάνατον· όταν ακούω και ανοίγουν το στόμιον του κοιμητηρίου, και εκατέβασαν ένα νεκρόν· έπειτα εκατέβασαν και την γυναίκα του ζωντανήν.

Αίφνης ακούω όπισθεν μου φωνήν γλυκείαν ψιθυρίζουσαν το όνομά μου― Λουκή ! Πριν ή προφθάσω να σκεφθώ ότι αν στραφώ προδίδομαι και αν φανερωθώ κινδυνεύω, εστράφην. Εστράφην και είδα το κοράσιον ιστάμενον ολίγα βήματα μακράν μου. Τα άλλα παιδία είχον προχωρήσει. Άμα με είδε στρεφόμενον εγονάτισεν επί του εδάφους. Την εγνώρισα!

ΓΛΟΣΤ. Ο βασιλεύς είναι τρελλός, κι' ο νους ο ιδικός μου αντέχει να αισθάνωμαι τον άμετρόν μου πόνον! Καλλίτερα να έχανα κ' εγώ τα λογικά μου, να χωρισθούν οι πόνοι μου από τους στοχασμούς μου, και μέσατα φαντάσματα της τρέλλας πλανημένος ο νους μου την συναίσθησιν της λύπης μου να χάση! Δος μου το χέρι. — Τύμπανα μου φαίνεται ακούω. Έλα εις σκέπην φιλικήν, πατέρα, να σε κρύψω.

Τι είναι τούτο που ακούω, εφώναξα; η Γαντζάδα της οποίας την σταθερότητα επίστευα όμοιαν με την εδικήν μου, η Γαντζάδα, είπα, υπανδρεύθη με άλλον άνδρα; Ήθελα να ακολουθήσω· μα μου ήλθε λιποθυμία και με εμπόδισε να ειπώ άλλο. Απεράσαμεν την νύκτα εις διάλεξες, ο νέος και εγώ.

Αχ! την τρομάρα που πήρα! Ακούω ένα μπλουμ! Καλά που βρέθηκα! Ο Θεός μ' έστειλε . . . Αμμή, έτσι αφήνουνε, χριστιανοί μου, μικρά κορίτσια, να παίζουν μοναχά τους κοντά στη στέρνα, γεμάτη νερό! . . . Ο Γιάννης, ιδών τα δύο αναίσθητα σώματα, εις τας ωχράς ακτίνας της αμφιλύκης, τραβών τα μαλλιά του, δάκνων τους αρμούς των δακτύλων του, απήντησε·

Αυτή η κυρία εγκατέλιπε τον πρίγκηπα σύζυγόν της και έφυγε μένα άσχημον Αθίγγανον, μόνον και μόνον, φαίνεται, διά να έχη την ελευθερίαν να εκτίθεται γυμνή εις τα θέατρα και να δίδη εις το εμπόριον φωτογραφίας της γυμνάς. Ενώ ακούω τ' ανωτέρω, διακρίνω επί των σανίδων, μεταξύ διαφόρων βωμολοχιών, την φράσιν «Η αλήθεια είνε γυμνή». Και υπ' αυτήν άλλη χειρ έχει σημειώσει: «Δεν ντρέπεται η σιχαμένη

Λέξη Της Ημέρας

παρακόρη

Άλλοι Ψάχνουν