Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 26 Ιουνίου 2025


Ρέει καθαρόν το αργύριον Της Ιπποκρήνης· κράζει, Όχι τας ξένας, κράζει Σήμερον η Ελλάς Τας θυγατέρας. Ήλθετε, ω Μούσαι, ακούω, Και χαίρουσα πετάει Πετά η ψυχή μου, ακούω Των λυρών τα προοίμια, Ακούω τους ύμνους. Στροφή Α Ως ότε από το στόμα Κρέμεται των θνητών Αυλός λελυπημένος Και η φωνή του με κόπον Τρέμουσα εκβαίνει·

ΑΝΤΩΝΙΟΣ. Όταν αύται λέγωνται εις ανόητον ή άνανδρον. — Εξακολούθει. Ό,τι έγινεν, έγινεν. — Ούτως εκλαμβάνω εγώ τα πράγματα. Όπως τον κολακεύοντα, ούτω και τον λέγοντα αλήθειαν ακούω μετά προσοχής, και θάνατον αν υπέκρυπτεν η διήγησίς του.

Να φύγω σε ξένον τόπο και να πεθάνω λησμονημένος, χωρίς να ξέρη κανένας πούθε είμαι και ποιος είμαι. Θα το είχα πλειότερο παράπονο να είμαι ξένος στον τόπο μου παρά στην Ξενιτειά. «Είχα ξεμακρύνει κι' έφυγα με καρδιά βαρειά, πλειο βαρύτερη από το βουνό, όταν ακούω το σήμαντρο της εκκλησιάς μας να βαρή, και θυμήθηκα πως είχα φέρει τάξιμο μια λαμπάδα για την Παναγιά.

Ακούς, τι άκουσα να λένε, πως η γρηά η Γκότσαινα, πούνε μάγισσα... — Ξωρκισμένη νάνε, παιδί μου, υπέλαβεν η Αρχόντω! — Μα ακούς, μάνα ... επανέλαβεν η κόρη, επειδή, αφού άπαξ ήρχισεν, ησθάνετο την τόλμην να εξακολουθήση. — Δεν ακούω τίποτα, είπεν αυστηρώς η Αρχόντω. Η κόρη «εποδαιώθη», κ' εσιώπησε.

Της αισχρής γυναικός το πρόσωπο δεν είναι τόσο άσχημο προς την βαφήν 'πού τ' ομορφαίνει, όσο η πράξις μου εμπρός εις τον πλαστόν μου λόγον. Ω βάρος φοβερό! ΠΟΛΩΝΙΟΣ Θαρρώ πως τον ακούω ερχόμενον· ν' αποσυρθούμε, Κύριέ μου.

Όπως και ο γέρο-Μαμούκος, ας έχη ζωή, πού μας έβγαλε και κάλπη για να γείνη δήμαρχος. Τακούς; Εφαίνετο ν' απευθύνεται κατά προτίμησιν εις τον Νικολόν. — Τ' ακούω, και θαρρώ πως έχεις δίκηο, μπάρμπα Τριαντάφυλλε.

Αν αποκόψης το κλαδί απ' τον κορμόν του δένδρου, όπου βυζάνει τον χυμόν, θα μαραθή! ΓΟΝΕΡ. Ω! Φθάνει! Ν' ακούω τα βαρύνομαι τ' ανόητα ρητά σου. ΔΟΥΞ ΑΛΒ. Νουν κι' αρετήν ο ποταπός ως ποταπά τα έχει. Μόνονταις βρώμαις ηδονήν ο βρωμερός θα εύρη!

Χωρίς εντελώς να κοιμώμαι, ήρχιζον ήδη αι σκέψεις μου να λαμβάνωσιν ονείρων μορφήν, ότε εξαίφνης ακούω ήχον βαρύν σώματος πίπτοντος εντός της θαλάσσης και τρόμου συγχρόνως κραυγάς : ― Έπεσε εις την θάλασσαν ! Έπεσε εις την θάλασσαν! Ευρέθην διά μιας εις την πρύμνην. Η Ανδριάνα δεν ήτο εις την θέσιν της.

Αν ενθυμούμαι καλά, είπε... Αλλά ποιά είνε αυτή που έρχεται με σπουδήν, ταραγμένη και δακρύουσα, η οποία φαίνεται ως να έχη πάθη μέγα αδίκημα; Αλλά την αναγνωρίζω• είνε η Φιλοσοφία• την ακούω που επικαλείται το όνομά μου και παραπονείται.

Τότε κατέλιπον και εγώ το θέατρον· ώστε δεν δύναμαι, βλέπεις, να σου αφηγηθώ το τέλος της χορευτικής εορτής του κ. Moreau, ήτις πρόκειται, ως ακούω, να επαναλαμβάνεται κατά παν Σάββατον μέχρι του τέλους των απόκρεω. Α! είδες; ολίγου δειν ελησμόνουν την κωμικωτέραν μορφήν του θεατρικού χορού.

Λέξη Της Ημέρας

πνευματωδέστερος

Άλλοι Ψάχνουν