United States or Zambia ? Vote for the TOP Country of the Week !


Ο Ηράκλειος απεβιβάσθη, εις την πόλιν εν μέσω των ευφημιών του λαού και επρόσφερε την βασιλείαν εις τον εκ θυγατρός γαμβρόν του Φωκά Κρίσπον, ο οποίος είχεν εγκαταλείψη τον πενθερόν του και είχε προσχωρήση προς τον Ηράκλειον διά να σώση το κράτος, καθώς έλεγεν, από τον τύραννον και να τιμωρήση τον φονέα του Μαυρικίου και των τέκνων του και όχι διά να απαιτήση διάδημα και πορφύραν.

Αλλ' όταν τελευταίον ο κυρ-Μοναχάκης μετετέθη, μετά παλλάς προσπαθείας, εις την γείτονα νήσον, τότε έπεισε τον πενθερόν του, όστις έτρεφε προς αυτόν μεγίστην υπόληψιν μεταξύ όλων των συνομηλίκων, να του στείλη εις την έδραν του το Λιαλιώ, διά να συζή μετ' αυτής υπό την ιδίαν στέγην.

Και όταν είς γείτων, διαβασμένος κάπως, παρετήρησεν ότι αυτό ήτο δεισιδαιμονία, ο παπ' Αβέρκιος ο ερημίτης απήντησεν ότι την δοξασίαν ή την συνήθειαν αυτήν επικυρώνει κ' η Αγία Γραφή. «Επί τω ποδί μου ευλόγησέ σε Κύριος ο Θεός», είπεν ο Ιακώβ εις τον Λάβαν τον πενθερόν του. Άλλοι έλεγαν ότι το μόνον «γούρι», ο καλός οιωνός, τον οποίον συνήθιζε κατά κόρον ο καπετάν Στέφος, ήτον η κλεψιά.

Έκτοτε δε δεν έπαυσε να επισκέπτεται τον πενθερόν της, όστις πολύ την εσυμπονούσε, με όλας τας κατηγορίας της Μαθήνας, διότι έβλεπεν ότι ήτο απλή και καλοπροαίρετος, με μίαν ακακίαν μικρού παιδίου στολισμένη. Ευλαβής δε προς τα θεία και γραμματισμένη, πολύ εβοηθούσε τον γέροντα εις τας προσευχάς του, αυτή αναγινώσκουσα τους ψαλμούς και τους ύμνους.

Ετούτη η είδησις με έκαμε διά να αποφασίσω το γληγορότερον να γυρίσω εις το Μουσούλ. Έλαβα θέλημα από τον Μουφάκ πενθερόν μου, και παίρνοντάς την γυναίκα μου ομού με πολλούς ανθρώπους διά φύλαξιν, εμίσευσα διά το Μουσούλ.

Μα γιάιντα, γιάιντα; ... είπεν η κόρη, ως ναπηυθύνετο με παράπονον προς τον μέλλοντα πενθερόν της. Δεν το θωρεί πως θ' αρρωστήσης; — Κη μάνα μου του το 'πε, μα δεν ακούει, απήντησεν ο Μανώλης με τόνον σχεδόν θρηνητικόν. Θέλει, λέει, να ψηθώ στη δουλειά. Α δε ξετελεσθή, λέει, το σπίτι ...

Εγώ εκείνην την ημέραν επήγα διά να σεργιανίσω εις την χώραν, ήκουσα αυτήν την είδησιν, ομοίως και το συμβεβηκός του τζοχαντάρη, που έπεσεν από το άλογον. Δεν ημπορώ να διηγηθώ έως ποίον βαθμόν εκείνος ο λαός ήτον ευκολόπιστος και δεισιδαίμων· έκαναν τόσες χαρές, που ακούονταν παντού να φωνάζουν. Ας είνε ζωή εις τον Βαχμάν, Πενθερόν του Προφήτου.

Ευθύς που η είδησις της υπανδρείας σου θέλει κηρυχθή εις τον κόσμον, όλοι οι βασιλείς θέλουν φοβηθή τον πενθερόν του Προφήτου, και όλες οι βασίλισσες θέλουν ζηλεύσει την μεγάλην σου ευτυχίαν. Η Σχυρίνα και η Μαλτούλα εκύτταζον η μία την άλλην ωσάν πως διά να συμβουλευθούν τι έπρεπε να στοχασθούν διά αυτά τα λόγια.

Είχε δε ο Αρκεσίλαος γυναίκα μίαν συγγενή του, θυγατέρα του βασιλέως των Βαρκαίων του οποίου το όνομα ήτο Αλαζίρ· εις τούτον καταφεύγει. Αλλά Βαρκαίοι τινες και φυγάδες της Κυρήνης ιδόντες αυτόν περιφερόμενον εις την αγοράν, τον φονεύουσι, προς δε και τον πενθερόν αυτού Αλαζίρα . Ο Αρκεσίλαος λοιπόν είτε εκών είτε άκων πταίσας εις τον χρησμόν εξεπλήρωσε το πεπρωμένον του.