Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 5 Ιουλίου 2025


Δεν είνε πρέπον, είπε, να παρακινούμεν τους άλλους να τάζουν. . . . Το τάξιμον είνε προαιρετικόν. . . . «Όση πέφυκεν η προαίρεσις», που λέει και το τροπάρι . . . Μα ας είνε . . . αν ήθελε να κάμη καμμιά λειτουργία . . . Την τελευταίαν φράσιν την είπε παραπονετικώς μέσα του. Είτα επανέλαβε·

Βασιλέα μου, του απεκρίθηκα, η ζωή μου είνε εις το χέρι σου· μα τον θησαυρόν ποτέ δεν ήθελα σου τον δείξει, με όλον που να ήξευρα, πως θα μου κάμης τα πλέον οδυνηρότερα παιδευτήρια· όμως διά να σε ευχαριστήσω σου τάσσω να σου δίδω την κάθε ημέραν από δύο χιλιάδες φλωριά, και να μη με πειράξης, ειδεμή και δεν ευχαριστηθής εις τούτο το τάξιμον, είσαι νοικοκύρης να κάμης ό,τι ορίσεις εις εμένα.

Έλεγε δε ο Νικολός, ως ευσεβής νέος οπού ήτον, ότι η λειτουργία της Κυριακής την ώραν εκείνην ήτον αγαθή συγκυρία, διότι πάσα καλή εργασία, δέησις, ευχή και τάξιμον κατά την ώραν της λειτουργίας εκτελείται. Τέλος εφθάσαμεν εις το έρημο μοναστηράκι της Κεχριάς. Ο ναΐσκος, παλαιός, με ζωηράς τοιχογραφίας, με τον τρούλλον και τας χιβάδας του εώρταζε την Μετάστασιν, ή τα Εννεάημερα της Παναγίας.

Ω βασίλισσα, εφώναξεν ο Ρουσκάδ, ευθύς που είδε την Κεριστάνην, αξιώθηκα το λοιπόν διά να σε ξαναϊδώ, εις καιρόν που δεν ήλπιζα να είμαι πλέον εις την ενθύμησίν σου; Όχι, Ρουσκάδ, απεκρίθη η Κεριστάνη, μη στοχάζεσαι πως το μάκρος του καιρού με έκαμε να σε αλησμονήσω· εγώ πάντα σε είχα εις την καρδίαν μου, μα εκαρτερούσα να δοκιμάσω αν μου ήσουν πιστός· και τώρα που σε εκατάλαβα διά πιστόν, έκαμα και σε έφεραν εδώ διά να χαρούμεν κατά τον πόθον μας· και θέλω σήμερον να πληρώσω το τάξιμον, που σου έκαμα, διά να σε λάβω νόμιμόν μου άνδρα.

Εμίσευσα από αυτήν πριν ξημερώση, με τάξιμον, ότι να ξαναγυρίσω την ακόλουθον νύκτα· επήγα ευθύς και εμβήκα εις την μηχανικήν κασσέλαν μου, και εσηκώθηκα πολλά εις τα ύψη διά να μην ήθελαν με ιδούν οι φύλακες.

Ο καπετάν-Φαφάνας ηξεύρων ότι ο Γιάννης ο Μπύρρος, το έχει τάξιμον ν' αγρυπνή πάντοτε την νύκτα της Παραμονής, όταν ετύχαινε εις ταξείδι, διασκεδάζων με το πλήρωμα, εσήκωσεν ενωρίς τα δίκτυά του, έλαβε την άγραν, και ρίψας πάλιν αυτά εις άλλο μέρος του λιμένος να τα σηκώση την αύριον, ανήλθεν επί του μπάρκου, να χαιρετίση τους συμπολίτας του, και να ιλαρύνη την μελαγχολίαν του με τας αφελείς των ναυτών διαλέξεις, και με κανένα Χριστουγεννιάτικον ζωμόν την αυγήν.

Αυθέντα, δεν ημπορείς να μου κάμης την χάριν να έλθης αύριον να γευθούμε μαζί; Μετά πάσης χαράς του απεκρίθηκα εγώ· δεν θέλω λείψει που να έλθω να λάβω αυτήν την τιμήν. Εχάρη ο Ναμαράς διά το τάξιμον που του έκαμα, και ύστερον αποχαιρετώντας τον εγύρισα με τα μεταξωτά τα χρυσά εις το σπήτι μου.

Εγώ έπεσα εις τους πόδας της και την ευχαρίστησα διά ένα τέτοιον τάξιμον και ούτως ανεχωρήσαμεν, και εβγήκα από την πορτοπούλαν που είχα έβγει και την πρώτην φοράν.

Και όταν πάλιν ναυαγός εις μίαν σανίδα σωθή, ή εις ξηρόν βράχον από τα δόντια του θανάτου γλυτώση, πρώτα πρώτα θα φέρη το τάξιμόν του εις τον άγιον, λαμπάδα μεγάλην ή αργυρούν κανδήλιον, και ύστερον θα μεταβή εις την οικίαν του να χαιρετίση την μητέρα του ή την σύζυγόν του. Αλλ' ενίοτε δεν επανέρχεται. Το τάξιμόν του ήτο βαρύ. Είχε τάξει όλην την ζωήν του. Να γείνη καλόγηρος!

Ο Ορμώζ ωσάν τους είδε είπεν· ιδού τέλος πάντων που είμαι έτοιμος διά να πληρώσω το τάξιμόν μου· εσείς θέλετε διακρίνει αν εγώ με δίκαιον τρόπον σας είπα πως είμαι ο πλέον δυστυχής βασιλέας του κόσμου.

Λέξη Της Ημέρας

συμπάθα·

Άλλοι Ψάχνουν