Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 18 Ιουνίου 2025


Στα ξένα καιστα ξένα και στα μακρινά, περνούνε χώπερνούνε χώρες και βουνά, μα δε βρήκανε κονάκι σαν κι αυτό το χωριουδάκι. Στης Δέσπως. Χαγιάτι. Φώτα αναμμένα. Παίζουν τα παιχνίδια. ΔΕΣΠΩ, ΚΡΑΛΗΣ, ΚΩΣΤΑΝΤΗΣ, ΣΑΡΑΝΤΗΣ, ΘΑΝΑΣΗΣ, ΠΑΛΙΚΑΡΙΑ, ΒΙΟΛΙΤΖΗΔΕΣ ύστερα ΑΡΕΤΟΥΛΑ Μην το λυπάστε, παιδιά, το κρασί. Πλημμύρα το κρασί, και χαλάζι το μάλαμα! Μάννα, η νύφη, η νύφη να βγη να κεράση πάλε.

Ω γενναίε Αμπτούλ, εγώ ευρίσκομαι πολλά υπόχρεως διά τες μεγάλες δεξίωσες που μου έκαμες, σου ζητώ το λοιπόν την άδειαν διά να τραβηχθώ εις το κονάκι μου διά να σε αφήσω εις ανάπαυσιν. Ο Αμπτούλ διά να τον ευχαριστήση τον άφησε να μισεύση, και αποχαιρετώντας τον τόν εσυντρόφευσεν έως την σκάλαν, ζητώντας του συμπάθειο, αν δεν τον επεριποιήθη καθώς του έπρεπεν.

Μην τα ρωτάς, αδερφέ είχα μια δουλειά να τελειώσω, μα ούτε τη δουλειά μου έκαμα κ' ενυχτώθηκα· θα νάρθωτο κονάκι απόψε. — Καλώς νάρθης. Ο Δημήτρης ήτο καταμόναχος· ούτε γυναίκα, ούτε παιδιά, ούτε γονείς είχε. Ήτο ξένος χωρικός, εγκατασταθείς προ πολλού χρόνου εις την κωμόπολιν· εκάθητο μόνος εις μικρόν χαμόσπιτον, υπηρετών αυτός εαυτόν κατά το δείπνον, ως ασκητής.

Εγώ τότε του εζήτησα θέλημα και εμίσευσα, και υπήγα εις το κονάκι, και την εσήκωσα και την έφερα μέσα εις ένα κοτζί, που ο πατέρας της επιταυτού το έστειλε. Δεν ημπορώ να περιγράψω την μεγαλωτάτην αγαλλίασιν και ευφροσύνην, που αμοιβαίως έδειξαν οπόταν ανταμώθηκαν ο βασιλεύς με την θυγατέρα του.

Τον καιρόν που ο Καλίφης έκανε τέτοιους λογισμούς κατ' επάνω του Αμπτούλ και του Βεζύρη του, έφθασεν εις το κονάκι του· και εκεί έμεινεν εκστατικός γιατί το βρήκε στολισμένον με διάφορα πευκιά της Περσίας και άλλα πλούσια στρωσίδια, με έναν αριθμόν από σκλάβους και δούλους, από άλογα, μουλάρια και καμήλια, γεμάτη η αυλή· και έξω από αυτά είδεν εκεί το χρυσούν δένδρον με το παγώνι, το σκλαβόπουλο με το ποτήρι και την σκλαβοπούλαν με το τζιβούρι.

Και ποιος το είπε: Αμέ και τι θαρρείς πως ονειρεύουμαι τόσα χρόνια άλλο, παρά νάχω κ' ένα δικό μου σπιτικό στη Βαβυλώνα, της αδερφής μου το σπιτικό, και να κάμνω κονάκι, που χρόνος δε διαβαίνει δίχως να πλανιέμαι στα μακρινά εκείνα τα μέρη. Να σου πω, μάννα, τα βαρέθηκα πια τα χάνια της ξενιτειάς. Θέλω, σαν πηγαίνω, να βρίσκω δικό μου σπίτι.

Να πάη στον Αγά και να πέση στα πόδια του; Ούτε θα τον άφηναν να μπη στο κονάκι του. Αλλά και πάλι η μπιστόλα θα του μιλούσε. Να βάλη άλλον να μεσιτέψη; Ποιόν; Αλλά κιαφού μπροστά στο Μόχογλου δέχτηκε ο ίδιος να γίνη Τούρκος, μαρτύρησε πίστη στο Μουχαμέτη. Και τώρα αν έμενε χριστιανός, ήτο ως να γύριζε από την τουρκική στη χριστιανική θρησκεία.

Στα ξένα καιστα ξένα και στα μακρινά, περνούνε χώ περνούνε χώρες και βουνά, μα δε βρήκανε κονάκι, σαν κι αυτό το χωριουδάκι. Στην κάμαρα της Αρετούλας. Στέκεται η Αρετούλα, και κοιτάζοντας κάποτε στον καθρέφτη βγάζει τα διαμαντικά της και τα φλουριά της. ΑΡΕΤΟΥΛΑ, ύστερα ΔΕΣΠΩ Αρετ. Χρόνος δεν τα φέρνει όσα μιαν ώρα μπορεί και τα φέρνει.

Μα ο Κωσταντής επίμενε και κάθε ημέρα εσυχνόλεγε της γριάς του: Δός τηνε μάνα μ' δος τηνε την Αρετή στα ξένα Στα ξένα 'κεί που περπατώ στα ξένα που πηγαίνω, Να 'χω κ' εγώ παρηγοριά να 'χω κ' εγώ κονάκι. Μα της μάνας η καρδιά δειλή και φιλύπωπτη πάντα δεν θέλει ν' ακούση τα λόγια του πραγματευτή και σοφά του απαντά: Φρόνημος είσαι Κωσταντή κι' άσχημ' απελογήθης.

Λέξη Της Ημέρας

συγκατάνευσε

Άλλοι Ψάχνουν