Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 13 Μαΐου 2025
Αν ήν' αλήθεια, τότε συ, αν θέλης, κρέμασέ με! κλονίζεται το θάρρος μου κι' αρχίζω ν' αμφιβάλλω αν μ' απατά ο Σατανάς κ' είν' η αλήθεια ψεύδος! «Ο Μάκβεθ δεν θα νικηθή, εκτός εάν κινήση εις την Δουνσινάνην ν' αναβή το δάσος της Βιρνάμης.» Ιδού, το δάσος έρχεται 'ς την Δουνσινάνην τώρα! — τα όπλα, κ' έξω! — Αν αυτός το είδεν όπως λέγει, ούτε να φύγω μ' ωφελεί και ούτ' εδώ να μείνω.
Την αυγήν, όταν ανέτειλεν ο ήλιος, βλέπει μίαν μεγάλην οικοδομήν ολίγον διάστημα ξέμακρα, και πλησιάζοντας εκεί είδεν ένα μεγαλοπρεπέστατον παλάτι, το οποίον ήτον οικοδομημένον από μάρμαρον διαφανές, σκεπασμένον όλον με κρυστάλλιον, οπού όλον εφαίνετο ένας καθρέπτης· και αφού το εθεώρησεν αρκετά έξωθεν, επλησίασεν εις την θύραν, την οποίαν, αν και ήτον ανοικτή, αυτός ενόμισεν εύλογον να κτυπήση· και αν και την εκτύπησε μίαν και δύο και τρεις φοράς και πολλάκις, ούτε φωνή ούτε ακρόασις.
Βασιλέα μου, μου είπεν ο Κατής ευθύς που με είδεν, ας είνε δοξασμένος ο ουρανός που με αξίωσε να σε δεχθώ εις το σπήτι μου, που δεν ήμουν άξιος τοιαύτης τιμής· ιδού ο Μουφάκ, του οποίου έδωσα να καταλάβη την αιτίαν του ερχομού σου εις ετούτην την χώραν· αυτός κλίνει διά να σου δώση την θυγατέρα του εις γυναίκα σου.
Ο μικρός Κλώσος τα είδεν όλα αυτά, και ελυπήθη διά το κρύψιμον των φαγητών και ανεστέναξε. Ο γεωργός ήκουσε τον αναστεναγμόν του και εφώναξε: — Ποίος είναι εκεί επάνω; Και είδε τον μικρόν Κλώσον. — Τι θέλεις εκεί; Έλα κάτω! Ο μικρός Κλώσος του είπε ποίος ήτο, και πώς έχασε τον δρόμον του, και τον παρεκάλεσε να τον αφήση να ξενυκτήση εις την οικίαν του.
Ενθυμήθη, και διευθυνθείς προς τον μικρόν τάφον του θυγατρίου του εγονυπέτησεν επ' αυτού και ανελύθη εις δάκρυα . . . Έκλαυσεν επί πολύ και τα δάκρυα εκείνα τον ανεκούφισαν . . . ωσάν να τον περιέβαλλον με μίαν γαλήνην, την οποίαν προ πολλού καιρού δεν είχεν αισθανθή. Όταν ηγέρθη, είδεν ενώπιόν του τον γέροντα φύλακα. — Σήμερα το βρήκατε, γιατρέ, να κλαίτε; είπεν ο γέρων.
— Χρονιάρα μέρα! είπεν. Ο δε αγαθός ποιμήν δεν ηδύνατο πλέον να παραμερίση. Αφ' ης στιγμής εισήλθε φέρων υπό μάλης τον γέροντα, κεκμηκώς και ασθμαίνων, δεν απεμακρύνθη, έως ου τον είδεν άσπρον-άσπρον, ως εξαχθέντα εκ της χιόνος, να κάθηται εγγύς της εστίας καπνίζων το γλυκύ τσιμπούκιόν του· και τότε λαβών την χιλιάρικην εξεκουράζετο ο καϋμένος θερμαινόμενος και απ' έξω και από μέσα.
Ο δε Αστύοχος, μολονότι κατά την πρώτην απειλήν δεν είχε διάθεσιν να τους βοηθήση, ηναγκάσθη να το πράξη, άμα είδεν ότι οι σύμμαχοι ήσαν πρόθυμοι να σπεύσουν εις βοήθειαν. Εν τούτω δε τω μεταξύ έφθασεν εκ της Καύνου η αγγελία ότι τα εικοσιεπτά πλοία και οι σύμβουλοι των Λακεδαιμονίων έφθασαν.
Ήθελε να είπη το δράμα τούτο, το οποίον προ ολίγων ημερών μόνον είδεν, εις τον πνευματικόν, και δεν ηυκαίρησε την παραμονήν των Χριστουγέννων να υπάγη. Ήλπιζεν ότι θα είχε καιρόν το πρωί, εις τον Άγιον Ηλίαν, όπου εμελέτα να μεταβή, όπως εξομολογηθή κ' ελαφρύνη την συνείδησίν της.
Ξεύρουν όλοι μέσα στο καράβι πως αυτός δεν τις δέχετ' εύκολα τις προσβολές. Είδεν όμως το πρόσωπό του να λάμπη από ειλικρίνεια· εγνώρισε στα μάτια του άδολη τη χαρά. που εκατόρθωσε να τον θυμώση τόσον εύκολα. Έφτισε δυο — τρεις φορές στα πόδια του, έσκασε τα γέλοια και άρχισε ν' αναζητά στη μνήμη του τόσα άλλα ανέκδοτα που έχουν για τους Καστελαρριζίτες οι ναυτικοί.
Η Κατηγέ επάνω εις αυτόν τον λόγον, ερχόμενον εις την ενθύμησίν της το όνειρον που είδεν εστοχάζονταν τον γέροντα με θαυμασμόν, και αγροικούσεν έσωθέν της, ότι η διήγησίς του άρχινούσε να την υποχρεώνη και να την κάνη να στέκεται με περισσότερη προσοχή να τον ακούη.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν